Ποια είναι η ζωηρότερη ανάμνηση των παιδικών σας χρόνων;
Η άνοιξη στην Ερμούπολη, στη Σύρο, και το καλοκαίρι στη Μύκονο. Η πιο ζωηρή μάλιστα από τις αναμνήσεις της Μυκόνου είναι η ετήσια λειτουργία που έκανε στο οικογενειακό εκκλησάκι της Αγίας Αννης η συχωρεμένη η μάνα μου. Το εκκλησάκι αυτό το είχε κτίσει ο προπάππος της. Αξημέρωτα ξεκινούσαμε από το χωριό, μπροστά ο γάιδαρος με τον παπά κι εμείς από πίσω. Η λειτουργία στο ξωκκλήσι της Αγίας Αννης είναι μια εικόνα βγαλμένη, εντελώς θα έλεγε κανείς, από τον Παπαδιαμάντη. Προτού διαβάσω τον Παπαδιαμάντη, είχα ζήσει τον κόσμο που περιγράφει. Κατάλαβα αργότερα ότι ο κόσμος αυτός είχε υπάρξει και πιστεύω πως θα συνεχίσει να υπάρχει πάντα. Η μυρωδιά του καφέ που έψηναν στο καμινέτο και τον πρόσφεραν μετά τη λειτουργία στο προαύλιο του ναού. Οι κορυδαλλοί που κελαϊδούσαν καθώς ρόδιζε, πηγαίνοντας προς την εκκλησία, το πρώτο φως της αυγής. Το μπάνιο στη θάλασσα που έπαιρνε όλο το εκκλησίασμα κατηφορίζοντας προς την παραλία, μετά τη λειτουργία, με τον παπά με ανασηκωμένο το ράσο να μαζεύει πεταλίδες για μας τα παιδιά από τα γειτονικά βράχια. Πρόκειται για μια εικόνα παιδικής ευδαιμονίας που τη συνάντησα έκτοτε σε δύο ταινίες, στο «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι και στο «Δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη.
Οταν αναπολείτε τη γενέτειρά σας τη Μύκονο, ποιο πρόσωπο του συγγραφικού μας χώρου επανέρχεται ζωηρότερα στο μυαλό σας;
Πρώτον, δεν είναι ακριβώς γενέτειρά μου η Μύκονος. Είναι ο τόπος της καταγωγής μου. Γεννήθηκα στον Πειραιά, πέρασα όμως όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια στη Μύκονο κι ένα μεγάλο μέρος της εφηβείας μου στη Σύρο. Αν και φαίνεται λίγο στημένη η ερώτησή σας γιατί γνωρίζετε την απάντηση, θα τη δώσω όσο πιο κατηγορηματικά μπορώ: Μέλπω Αξιώτη. Η Αξιώτη βέβαια δεν είναι μόνον από τη Μύκονο, είναι από τη Μύκονο του κόσμου. Χτυπήσατε μια χορδή, έχω έναν πολύ παλαιό, διαρκή, πνευματικό έρωτα με το άτομο αυτό, για τον βίο του τον μοναχοδαρμένο αλλά και ερωτικό. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ η Μέλπω Αξιώτη, δεν τα ξέρουμε όλα. Τα βάσανά της, τη δύσκολη οικογενειακά παιδική της ηλικία που τη σφράγισε. Είναι απαράμιλλος ο τρόπος της να παρατηρεί τον κόσμο και να τον μεταγράφει νοητικά. Πιστεύω πως η Μέλπω Αξιώτη έχει τη θέση μιας Βιρτζίνια Γουλφ στα ελληνικά γράμματα του 20ού αιώνα. Συνομιλεί ισάξια και απευθείας με τη Γουλφ τόσο σε σχέση με τη φόρμα όσο και με το ύφος.
Αν σας ζητούσε κανείς να του απαντήσετε μ’ έναν συνοπτικό τρόπο τι είναι για σας ο πολιτισμός, τι θα του λέγατε;
Δύσκολη ερώτηση. Πολιτισμός είναι να μπορείς να υψώνεις την καθημερινότητα, έστω για κάποιες στιγμές, βιώνοντας τον εαυτό σου μ’ έναν τρόπο που να την ξεπερνά, ως υπέρτερο. Να ονειρεύεσαι τον εαυτό σου μέσα στη σκιά των προγόνων αλλά και με μια προβολή του στο μέλλον. Να είσαι ευγενής, χορτάτος σε αισθήματα, ώστε να αντέχεις μια χαμηλή, έτσι κι αλλιώς, καθημερινότητα, μεταβάλλοντάς την, όσο τούτο είναι δυνατό.
Ποια βιβλία και πόσοι συγγραφείς είναι αυτοί που σας διαμόρφωσαν και καθόρισαν την περπατησιά σας μέσα στον κόσμο;
Η τέχνη των τεχνών, η τέχνη του βίου, η τέχνη της ανθρώπινης ψυχής, η ποίηση. Τελεία και παύλα. Τα πρώτα μου ρίγη όσον αφορά την επαφή μου με τη μεγάλη τέχνη οφείλονται κυρίως σε συγγραφείς με πρώτο τη τάξει χρονολογικά αλλά και σε σχέση με τη σπουδαιότητά του τον Κώστα Καρυωτάκη. Στη συνέχεια ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, ο Αλμπέρ Καμί, και από ζωγράφους ο Πάουλ Κλέε και ο Σπύρος Παπαλουκάς. Μαζί τους βέβαια η Μέλπω Αξιώτη. Ομως όλα αυτά τα ονόματα είναι ένας προσωπικός κανόνας, δεν διεκδικούν κανένα είδος μιας γραμματολογικής ιεράρχησης. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι χωρίς βιβλία, τη βιβλιοθήκη μου την έφτιαξα μόνος μου από τα δεκαπέντε μου χρόνια και μετά. Επειδή είμαι παιδί της δεκαετίας του ’60 και του ’70, αισθάνομαι γλυκά δέσμιος του εκδοτικού και καλλιτεχνικού ορίζοντα που κυριαρχούσε στις δεκαετίες αυτές στη χώρα μας. Δεν υπήρχαν πολλά βιβλία τη δεκαετία του ’70, πάντα όμως είναι τόσα ώστε να σε διαμορφώσουν. Και δύο συγγραφείς που αισθάνομαι να έχουν παίξει έναν αντίστοιχο ρόλο για μένα είναι ο Φλομπέρ και ο Κώστας Ταχτσής, αλλά και το έργο μιας ελάσσονος, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ζωγράφου, της Νίκης Καραγάτση. Σε σχέση με την πολιτική φιλοσοφία, θα μνημονεύσω τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Μερλώ – Ποντύ και στον κινηματογράφο τον Βιτόριο Ντε Σίκα, τον Λουκίνο Βισκόντι και τον Πιερ Πάολο Παζολίνι.
Σ’ ένα ταξίδι που θα σας προτεινόταν και θα είχατε να επιλέξετε ανάμεσα σε μια ευρωπαϊκή και σε μια χώρα του αποκαλούμενου τρίτου κόσμου, ποια θα επισκεπτόσασταν τελικά;
Δύο πολιτείες που τις έχω ήδη επισκεφτεί και μια που ονειρεύομαι να γνωρίσω. Καμία άλλη δεν λαχταρώ να γνωρίσω, εκτός από την Απω Ανατολή, αλλά δεν ξέρω αν θα συμβεί. Αλλά σε σχέση με τον δικό μας κόσμο τον μεσογειακό οι πολιτείες που με εντυπωσίασαν πιο πολύ είναι η Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο, η Αλεξάνδρεια και τα Ιεροσόλυμα με τον δικό τους τρόπο και τη Σικελία επίσης που τη σκέφτομαι σαν να την έχω γνωρίσει.