Τις τελευταίες ημέρες βιώνουμε μοναδικές στιγμές στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή όπου το πετρέλαιο για μία ακόμα φορά διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Με ημερομηνία-ορόσημο την 5η Δεκεμβρίου, όταν ίσχυσε ταυτόχρονα η απαγόρευση των διά θαλάσσης εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου στην Ευρώπη και η επιβολή πλαφόν των $60 το βαρέλι στις διεθνείς εξαγωγές του. Μια απόφαση που έλαβαν οι G7 με τη συμμετοχή της ΕΕ και με τον συντονισμό του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών.
Και ενώ οι περισσότεροι αναλυτές περίμεναν άνοδο των διεθνών τιμών λόγω του περιορισμού στη διακίνηση των ρωσικών φορτίων αργού που θα παρατηρούνταν μετά την επιβολή του πλαφόν των $ 60, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ετσι την τελευταία εβδομάδα η τιμή του Brent, που θεωρείται το διεθνές benchmark, σημείωσε μεγάλη πτώση από τα $ 88 το βαρέλι που ήταν την περασμένη Δευτέρα (5/12) στα $ 76 το βαρέλι την περασμένη Παρασκευή, έχοντας σημειώσει απώλειες 13,6% μέσα σε μόνο πέντε ημέρες.
Σύμφωνα με παίκτες της αγοράς, οι λόγοι για τη σημαντική αυτή πτώση πρέπει να αναζητηθούν στο εξόχως αρνητικό παγκόσμιο οικονομικό κλίμα, με Κίνα και ΗΠΑ να προσθέτουν ειδικούς λόγους για ανησυχία. Στην περίπτωση της Κίνας παραμένει τεράστια αβεβαιότητα ως προς την ανάκαμψη της ζήτησης, αφού η αποκλιμάκωση των μέτρων για την COVID-19 δεν σημαίνει απαραίτητα την αποκατάσταση κανονικής λειτουργίας της οικονομίας. Στις δε ΗΠΑ, παρά την παρατηρούμενη οικονομική ανάκαμψη στη μετά COVID περίοδο, η ζήτηση για βενζίνες υστερεί, με αποτέλεσμα η κατανάλωση τους καλοκαιρινούς μήνες να σημειώσει αισθητή κάμψη σε σύγκριση με πέρυσι. Αυτό διαπιστώνεται και από την αύξηση των αποθεμάτων τις τελευταίες εβδομάδες.
Πρόσθετοι λόγοι για την παρατηρούμενη αρνητική προδιάθεση των αγορών είναι, (α) η απόφαση του OPEC να μην προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση της παραγωγής των κρατών-μελών του, αφού οι μειώσεις των 2 εκατ. βαρ./ημέρα που αποφασίστηκαν τον Οκτώβριο δεν έχουν ακόμα αποδώσει, (β) η διαπίστωση βάσει των τελευταίων στοιχείων από τον ΙΕΑ και τον OPEC, ότι η παγκόσμια ζήτηση βαίνει μειούμενη, με αυτήν να εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 99,0 εκατ. βαρ. για το 2022, έναντι αρχικών υψηλότερων προβλέψεων, (γ) η ισχυροποίηση του δολαρίου έναντι άλλων αποθετικών νομισμάτων και η παράλληλη αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Σε ό,τι αφορά δε τις επιπτώσεις από την επιβολή του πλαφόν στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου, αυτές είναι αμελητέες γιατί ήδη τους τελευταίους μήνες πωλείται σε τιμές κάτω του πλαφόν, με τη βασική ποικιλία αργού Urals την περασμένη Παρασκευή να διαπραγματεύεται στα $ 53 το βαρέλι για παραδώσεις στη λεκάνη του Ινδικού. Οπως εξάλλου δήλωσε ο πρόεδρος Πούτιν από το Μπισχέκ του Κιργιστάν, «το ηλίθιο πλαφόν των G7 δεν μας αγγίζει… Ομως μακροπρόθεσμα μπορεί να βλάψει τους παραγωγούς γιατί επιτρέπει στους καταναλωτές να καθορίζουν αυτοί τις τιμές… Εμείς πάντως δεν θα πωλούμε πετρέλαιο σε χώρες που έχουν αποδεχθεί το πλαφόν, διατηρώντας το δικαίωμά μας να μειώσουμε μονομερώς – εκτός OPEC – την παραγωγή μας». Με την τελευταία αυτή φράση να δείχνει τον δρόμο για την επόμενη μεγάλη αναμέτρηση στη διεθνή αγορά πετρελαίου. Υπό αυτή την άποψη το παιχνίδι δεν έχει ακόμα κριθεί.
Ο Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).