Το τέλος του 2020 και (έστω και σε μικρότερο βαθμό) του 2021 ήταν δύσκολο και διαφορετικό στο Ηνωμένο Βασίλειο εξαιτίας του COVID-19 και των περιοριστικών μέτρων. Φέτος ισχύει το ίδιο, αλλά για έναν διαφορετικό λόγο: Επειδή μεγάλο μέρος των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα αποφάσισε να απεργήσει την περίοδο των εορτών, διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς που να μπορούν να «ισοφαρίσουν» ή, έστω, να αμβλύνουν τις συνέπειες από τον εκρηκτικό πληθωρισμό (τον Οκτώβριο διαμορφώθηκε στο 11,1%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 41 ετών) και τη νέα περίοδο ύφεσης στην οποία δείχνει ήδη να έχει εισέλθει η οικονομία της χώρας.
Η εικόνα που επικρατεί είναι τέτοια ώστε κάποιοι να κάνουν λόγο για νέο «χειμώνα της οργής», κάνοντας σύγκριση με το καυτό 1978-79, στο φόντο της εκλογής της Μάργκαρετ Θάτσερ στην πρωθυπουργία. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τα συνδικάτα είναι πιο αδύναμα σε σχέση με τότε – το ποσοστό των οργανωμένων σε αυτά υπολογίζεται στο ένα τέταρτο των εργαζομένων, έναντι των μισών εκείνη την περίοδο – αλλά και τους υπολογισμούς που κάνουν λόγο για ένα εκατομμύριο χαμένες ημέρες εργασίας στη διάρκεια του Δεκεμβρίου, έναντι 12 εκατομμυρίων τον Σεπτέμβριο του 1979.
Την ίδια στιγμή, πολλά ΜΜΕ έχουν επινοήσει μια νέα «λέξη» η οποία φαίνεται να έχει ήδη μπει στην καθημερινότητα των Βρετανών: «Strikemas», η οποία προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων απεργία (strike) και Χριστούγεννα (Christmas). «Στο Λονδίνο, αυτά τα Χριστούγεννα έχουν ήδη ακυρωθεί» σημείωνε σε ρεπορτάζ της η ιταλική εφημερίδα «Corriere della Sera», τονίζοντας ότι αυτή τη φορά «οι Βρετανοί δεν θα είναι σε θέση να επισκεφθούν τους συγγενείς τους ή να πάνε διακοπές, δεν θα μπορέσουν να στείλουν δώρα, ενώ καλά θα κάνουν να μην αρρωστήσουν».
Γεμάτο ημερολόγιο
Πράγματι, το απεργιακό ημερολόγιο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους συνεχίζουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις που έχουν ξεκινήσει από το καλοκαίρι, απορρίπτοντας τις προτάσεις της διοίκησης για αυξήσεις – οι οποίες, μάλιστα, έγιναν λιγότερο γενναιόδωρες ύστερα από παρέμβαση της κυβέρνησης του Ρίσι Σούνακ. Το εύρος των κινητοποιήσεων που έχει εξαγγείλει το μεγαλύτερο συνδικάτο, το RMT, είναι κατά γενική ομολογία το μεγαλύτερο εδώ και πάνω από 30 χρόνια (για την ακρίβεια, από την πανεθνική απεργία του 1989).
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι αυτό που συμβαίνει στις τάξεις των νοσηλευτών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που έχουν αποφασίσει δύο (τουλάχιστον) 24ωρες απεργίες – αυτή την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου και την ερχόμενη Τρίτη 20 του μήνα – που είναι και οι πρώτες εδώ και 106 χρόνια, από τότε δηλαδή που ιδρύθηκε το Βασικό Κολέγιο των Νοσηλευτών (RCN). Πρόκειται, βεβαίως, για μια εξέλιξη απολύτως αναμενόμενη, καθώς η κατάσταση του βρετανικού ΕΣΥ, που κάποτε αποτελούσε το καμάρι της χώρας, είναι κυριολεκτικά τραγική, ενώ μετά το τσουνάμι του COVID και τις χιλιάδες αποχωρήσεις υγειονομικών το σύστημα μοιάζει να έχει καταρρεύσει – μαζί και οι εναπομείναντες εργαζόμενοι.
Ακόμη και ο στρατός!
Στον χορό έχουν εισέλθει ή εισέρχονται και άλλοι κλάδοι: ταχυδρομεία, προσωπικό εδάφους και ασφαλείας στα αεροδρόμια, ελεγκτές κυκλοφορίας στις οδικές αρτηρίες, εκπαιδευτικοί κ.λπ. Ακόμη δε και στις τάξεις του στρατού, τον οποίο η κυβέρνηση – η οποία αρνείται εμμονικά κάθε αύξηση, επικαλούμενη τις… πληθωριστικές πιέσεις – έχει κινητοποιήσει για να μην «παγώσει» κάθε δραστηριότητα στη χώρα, οι πληροφορίες αναφέρουν πως υπάρχει αρκετή γκρίνια. Κι αυτό διότι τα στελέχη του παραπονούνται πως οι δικές τους αμοιβές είναι ακόμη χαμηλότερες σε σύγκριση με εκείνες των εργαζομένων που απεργούν διεκδικώντας αυξήσεις!
Οσον αφορά το ερώτημα «γιατί στο Δημόσιο;», υπάρχει απάντηση και την παρουσιάζει ο αναλυτής των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ, αποδεικνύοντας ότι από τότε που το Συντηρητικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία, το 2010, οι μέσες πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχουν αυξηθεί κατά 5,5%, ενώ οι αντίστοιχες για τους συναδέλφους τους στον δημόσιο έχουν μειωθεί κατά 5,9%. Μάλιστα, το σύνολο της μείωσης για τους δεύτερους έχει συντελεστεί στη διάρκεια της τελευταίας διετίας, εξανεμίζοντας και τις μικρές αυξήσεις του προηγούμενου διαστήματος – με το ποσοστό της να υπολογίζεται σε 7,7% από τον Ιανουάριο του 2021 ως τον Σεπτέμβριο του 2022.