Σε όλους εμάς που μεγαλώσαμε βλέποντας και ακούγοντάς τον στην τηλεόραση, ο θάνατος του Γιάννη Διακογιάννη προκαλεί μια γλυκιά, πλην όμως ελαφρώς επώδυνη νοσταλγία. Για εκείνη την εποχή που μαθαίναμε ποδόσφαιρο μέσα από τις αξέχαστες περιγραφές του, για εκείνα τα βράδια που μας δονούσε η φωνή του, για εκείνα τα όμορφα χρόνια της αθωότητάς μας. Τα χρόνια που πέρασαν και δεν θα ξαναρθούν.
Πολλά μπορεί να πει κανείς για τον Γιάννη Διακογιάννη. Πολύ περισσότερα μπορούν να αφηγηθούν οι άνθρωποι που τον γνώρισαν και δούλεψαν μαζί του στη διάρκεια της πολύχρονης και λαμπρής δημοσιογραφικής του καριέρας. Εκείνοι όμως που κατάφεραν να αποτυπώσουν με ακρίβεια αυτό που σημαίνει για τους Ελληνες το άκουσμα του ονόματός του, είναι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και η μοίρα.
«Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή», έγραψε ο αείμνηστος τραγουδοποιός. Το τραγούδι τραγουδιέται μέχρι και σήμερα, θα τραγουδιέται για πάντα και θα μεταφέρει και στις επόμενες γενιές την ατμόσφαιρα μιας εποχής, που σήμερα δεν είναι πια παρά μια όμορφη ανάμνηση. Καλοκαιράκι, τηλεόραση στο μπαλκόνι ή στην πλατεία με συνοδεία σουβλάκια και μπάλα σε περιγραφή Διακογιάννη. Πόσοι άνθρωποι μπορούν να καυχώνται ότι έχουν μιλήσει με τέτοιο τρόπο στο θυμικό μιας ολόκληρης γενιάς;
Η μοίρα φρόντισε ώστε ο Γιάννης Διακογιάννης να αναχωρήσει από τούτο τον κόσμο τις ημέρες που διεξάγεται ένα Μουντιάλ. Η διοργάνωση που στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων συνδέθηκε όσο καμία άλλη με τη φωνή του. Ποιος από όσους τις άκουσαν ξεχνά τις θρυλικές περιγραφές του στους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου; «Η εξυπνάδα, το μπρίο, η φαντασία 3-0 το ποδόσφαιρο της δύναμης, του ρεαλισμού, το ποδόσφαιρο των ρομπότ», αναφώνησε μετά το τρίτο γκολ της Ιταλίας επί της Γερμανίας στον τελικό του 1982.
Και πέρασε στην ιστορία. Ξεκινώντας το μεγάλο ταξίδι προς την αιωνιότητα την ημέρα που στο Κατάρ έγινε ο πρώτος από τους δύο ημιτελικούς του Μουντιάλ.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, αυτός είναι ο τρόπος που τους πρέπει για να φεύγουν…