Γεννήθηκα στη Λάρισα, στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ, τη χρονιά που ο άνθρωπος περπάτησε για πρώτη φορά στην πάνχλωμη σελήνη. Σε κάτι βρεφονηπιακά ενσταντανέ κοιτάζω έντρομη το τεράστιο πουλί της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» στημένο αυτοκρατορικά στην Κεντρική πλατεία της γενέθλιας. Θυμάμαι την Κεντρική πλατεία γεμάτη φωτογράφους με λευκές στολές και τρίποδες. Αλλη μια επαφή με τον τρόμο μια που νόμιζα ότι ήταν γιατροί και ήθελαν να μου κάνουν ένεση. Θυμάμαι και μια επική απόδραση από την περίφημη Κλινική Κατσίγρα όταν με στριμώξανε, νήπιο ακόμα, για αμυγδαλές και τους την έσκασα νεγκλιζέ με τη μάσκα χλωροφόρμιου παραμάσχαλα πριν με κάνουν τσακωτή δυο φουσκωτοί νοσοκόμοι τρεις δρόμους πιο κάτω. Είχα πάθει τέτοια φρίξη που όταν έβλεπα λευκοντυμένο (από ασπροκοστουμάτο μέχρι παγωτατζή) την έκανα με ελαφρά γιατί πίστευα ότι είναι μυστικός γιατρός που θέλει σώνει και καλά να με εγχειρίσει και να μου ρουφήξει το αίμα με θηριώδεις σύριγγες. Ηταν και το τεράστιο πουλί – εικαστική εγκατάσταση τρόμου – όπου και να έστρεφα το βλέμμα μου και στο μυαλό μου εκείνα τα άγουρα χουντοχρόνια. Γιατροί, ενέσεις, πουλιά, φωτογράφοι, εγχειρίσεις αμυγδαλών είχαν γίνει ένα επαναλαμβανόμενο σπλάτερ μοτίβο. Ολη η παροιμιώδης υπακοή στους γιατρούς, που θα με συνόδευε στην ενήλικη ζωή μου, μάλλον έπρεπε να ισοφαριστεί με την περίοδο του απόλυτου τρόμου ως άβγαλτη ντεμπιτάντ στα ιατρικά. Ισως και η σαφής κλίση μου στο μαύρο – από ρούχα έως διάθεση.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ