Προ ημερών, ένας νεαρός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι «υπάρχει σοβαρός πολιτικός λόγος που η Αριστερά και η Κεντροαριστερά στη χώρα μας αποκαλούνται Δημοκρατική Παράταξη» (Κ. Ζαχαριάδης, 9/12).

Παράταξη Head and Shoulders, δηλαδή. Σαν σαμπουάν δύο σε ένα.

Αλλού και από άλλους (νομίζω και από τον Κ. Λαλιώτη σε κάποια παρουσίαση βιβλίου) διακινήθηκε ο όρος «δημοκρατική προοδευτική παράταξη».

Ο Αλ. Τσίπρας είναι ακόμη πιο μπερδεμένος. Μετά τις εκλογές δήλωνε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μεγάλη δύναμη της δημοκρατικής παράταξης» (16/7/2019).

Στις 13/3/2021 μιλούσε στη Βουλή για «δημοκρατική και προοδευτική παράταξη», την οποία (ούτε λίγο ούτε πολύ) δήλωσε ότι εκπροσωπεί!

Στις 10/12/2021 έβαλε μάλιστα και δίλημμα στο (τότε) ΚΙΝΑΛ «ή με τη Δημοκρατική Παράταξη ή τη Δεξιά».

Ενώ κάπου στο ενδιάμεσο είχε λανσάρει κάποια άγνωστή μας «δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς», όρος που μάλλον αποσύρθηκε στη συνέχεια ελλείψει ενδιαφέροντος.

Αν η πρώτη διατύπωση περί Αριστεράς και Δημοκρατικής Παράταξης είναι καταφανώς ανιστόρητη, η δεύτερη είναι προφανώς ανακριβής.

Ποτέ στην Ελλάδα η Αριστερά δεν είχε σχέση με τη Δημοκρατική Παράταξη. Κι ούτε υπήρξε στην Ελλάδα μια Δημοκρατική Παράταξη προοδευτική, μια άλλη συντηρητική ή μια τρίτη καφέ με άσπρες βούλες.

Πάμε λοιπόν στην Ιστορία που βοηθάει να βγούμε κάπως από τις σκοπιμότητες της συγκυρίας.

Η Δημοκρατική Παράταξη συγκροτήθηκε τη δεκαετία του 1920 και συγκέντρωνε τα κόμματα βενιζελικής προέλευσης και τους οπαδούς της αβασίλευτης δημοκρατίας που είχε εγκαθιδρυθεί το 1924.

Το «δημοκρατική» παραπέμπει κυρίως στους «δημοκρατικούς» της εποχής, δηλαδή στους αντίπαλους της μοναρχίας.

Εξ ορισμού λοιπόν κι από γεννησιμιού της, η βενιζελική Δημοκρατική Παράταξη αντιτάχτηκε στη Δεξιά (που ήταν τότε μοναρχική και προωθούσε την επαναφορά της βασιλείας) και στην Αριστερά (που ήταν τότε κυρίως κομμουνιστική και πολεμούσε την αστική δημοκρατία).

Τη δεκαετία του 1940 η Δημοκρατική Παράταξη σε συμμαχία με τη Δεξιά πρωτοστάτησε στην αντιμετώπιση της κομμουνιστικής επιβολής. Και μάλιστα υπό την ηγεσία διακεκριμένων στελεχών της (Γ. Παπανδρέου, Ν. Πλαστήρας, Θ. Σοφούλης) το εθνικό αστικό σύστημα επικράτησε των κομμουνιστών και στα Δεκεμβριανά και στον μετέπειτα Εμφύλιο.

Τις επόμενες δεκαετίες η Δημοκρατική Παράταξη σε διάφορες κομματικές εκδοχές (Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ, Ενωση Κέντρου) συγκρούστηκε στον πολιτικό στίβο με τη Δεξιά του Παπάγου, του Καραμανλή και των Ανακτόρων.

Αντιτάχθηκε στη δικτατορία της 21ης Απριλίου και συνέπραξε καθοριστικά στην εδραίωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και στην κατάργηση της βασιλείας (1974).

Το διάστημα που ακολούθησε ουδέποτε συνέπραξε με τη Δεξιά, εκτός όταν χρειάστηκε να υπηρετήσει το εθνικό της καθήκον σε περιόδους και συνθήκες κρίσης όπως το 1989, το 2011 και το 2012-14.

Ουδέποτε επίσης (ακόμη και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο) συνέπραξε με την Αριστερά, την οποία πάντοτε θεωρούσε «μη συστημικό» κι αμφίβολης αξιοπιστίας παράγοντα.

Ετσι στην Ελλάδα είχαμε πάντα τρεις διακριτές παρατάξεις παρά κάποιες επιμέρους συμπράξεις μεταξύ τους στην τοπική αυτοδιοίκηση και τον συνδικαλιστικό χώρο.

Ακόμη και η Κεντροαριστερά που επικαλούνται κάποιοι είναι σχετικά πρόσφατη και εισαγόμενη έννοια που έχει περάσει από αναρίθμητες νοηματοδοτήσεις.

Η πρώτη κοινοβουλευτική έκφρασή της εμφανίστηκε στη Γαλλία το 1871 και συγκέντρωσε πρώην μετριοπαθείς μοναρχικούς που είχαν προσχωρήσει στη γαλλική 3η Δημοκρατία.

Πιο πρόσφατα, τη δεκαετία του 1960, στην Ιταλία, χαρακτηρίστηκαν «κεντροαριστερές» οι κυβερνήσεις συνεργασίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλιστών και Σοσιαλδημοκρατών – συνήθως με πρωτεργάτη τον Αλντο Μόρο.

Τέλη της δεκαετίας του 1990 και πάλι στην Ιταλία, «Κεντροαριστερά» θεωρήθηκε η συνεργασία πρώην Χριστιανοδημοκρατών και πρώην Κομμουνιστών υπό τον Ρομάνο Πρόντι.

Προφανώς η έννοια της Κεντροαριστεράς έχει εξελιχθεί και μεταβληθεί νοηματικά από την εποχή του Θιέρσου. Αλλά ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν θεωρήθηκε ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιλαμβάνει την Αριστερά στους κόλπους της ή έστω στο οικογενειακό της άλμπουμ.

Αλλο Βενιζέλος, άλλο Μαρξ και Λένιν.

Ακόμη κι ο ίδιος ο όρος εννοεί απλώς την «Αριστερά του Κέντρου» κι όχι φυσικά το «Κέντρο της Αριστεράς». Ακριβώς όπως η «Κεντροδεξιά» είναι η «Δεξιά του Κέντρου» κι όχι το «Κέντρο της Δεξιάς»!

Απλά πράγματα κι ενδεχομένως γνωστά. Τα οποία όμως είναι χρήσιμο να υπενθυμίζουμε όταν μας εμπορεύονται χάντρες και καθρεφτάκια.

Το συζητούμε αυτό επειδή πίσω από την προφανή παραχάραξη της Ιστορίας κρύβεται ένα πολιτικό σχέδιο. Ο απεγκλωβισμός του ΠΑΣΟΚ από το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο και η σύμπραξή του με ένα «αντιδεξιό» άθροισμα διαφόρων δυνάμεων.

Εδώ να είμαι σαφής. Μπορεί η παραχάραξη να είναι ανιστόρητη και κακόγουστη, αλλά το πολιτικό σχέδιο που προωθείται είναι και θεμιτό και κατανοητό.

Στη δημοκρατία ο καθένας δικαιούται να συμπράττει με όποιον επιλέγει και η επιλογή του κρίνεται στην κάλπη. Δεν υπάρχουν στεγανά ή απαγορεύσεις.

Απλώς η κρίση του ψηφοφόρου θα διευκολυνόταν αν η επιλογή έκρυβε μια συγκροτημένη στρατηγική και αν επιστράτευε κάποια επιχειρήματα.

Στην προκειμένη περίπτωση ούτε το ένα είναι εμφανές, ούτε το άλλο. Για δυο λόγους.

Πρώτον επειδή από όλα τα δημοσκοπικά (και μη) στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας προκύπτει ότι το ΠΑΣΟΚ θα πληρώσει εκλογικό τίμημα από μια σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κανένα στοιχείο δεν αφήνει να διαφανεί ότι θα έχει όφελος.

Δεύτερον επειδή στην πολιτική δεν μπορείς να περιφέρεις μια παράταξη με εξάμηνες συμβάσεις έργου. Δεν γίνεται δηλαδή να αλλάζεις στρατηγική και φυσιογνωμία κάθε φορά που η Καϊλή θα μπλέκεται με το Κατάρ ή με το Αμπου Ντάμπι.

Αλλά κυρίως επειδή η Ελλάδα των Βενιζέλων και των Παπανδρέου δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του Βελουχιώτη και των επιγόνων του.