Καθώς ξεκινά το 2023, είναι σαφές ότι ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων αποδοκιμάζει τον δημοκρατικό καπιταλισμό, και μαζί του τους οικονομολόγους. Αλλά πόση ευθύνη – και τι είδους – φέρουν οι οικονομολόγοι για τα δεινά των οικονομιών μας;
Το 2010, ένα ντοκιμαντέρ βραβευμένο με Οσκαρ μάς απεικόνισε ως απατεώνες που ενδιαφερόμαστε μόνο για το δικό μας οικονομικό κέρδος και ως λομπίστες και απολογητές των πλουσίων οι οποίοι μας ανταμείβουν γενναιόδωρα για τη δουλειά μας. Κάθε φορά που μερικές εκατοντάδες οικονομολόγοι υπογράφουν ένα κείμενο για να υποστηρίξουν κάποια πολιτική, είναι μόνο θέμα ημερών να υπογράψουν αρκετές εκατοντάδες άλλοι οικονομολόγοι ένα άλλο κείμενο που καταδικάζει το προηγούμενο.
Επιπλέον, Εμείς οι οικονομολόγοι συχνά θεωρούμε ότι κατέχουμε τεχνογνωσία σε θέματα πολιτικής, με αναμενόμενα καταστροφικά αποτελέσματα. Οι επικριτές μας υποστηρίζουν ότι εξακολουθούμε να διατηρούμε μεγάλη επιρροή στην οικονομική πολιτική και, ως εκ τούτου, συνεχίζουμε να προκαλούμε μεγάλη ζημιά. Αλλά το λάθος έγκειται σε λίγα μόνο ισχυρά άτομα ή υπάρχει ένα βαθύ ελάττωμα στα οικονομικά που παρασύρει συνεχώς τους οικονομολόγους;
Τείνω στο τελευταίο. Ο αμερικανικός δημοκρατικός καπιταλισμός εξυπηρετεί καλά μόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού. Η οικονομική κρίση του 2008 και οι ζοφερές της συνέπειες διέψευσαν τον μύθο ότι όλοι θα επωφεληθούν αν αφήσουν τους χρηματιστές να γίνουν πλουσιότεροι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρατηρήθηκαν οι λεγόμενοι “θάνατοι από απόγνωση” μεταξύ των λιγότερο μορφωμένων Αμερικανών, οι οποίοι στράφηκαν στον λαϊκισμό ως αντίδραση σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν τους βοηθά.
Οχι μόνο οι περισσότεροι οικονομολόγοι απέτυχαν να προβλέψουν την κρίση, αλλά κατά κάποιους τη διευκόλυναν. Υποστήριζαν άλλωστε πάντα με θέρμη την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική αλλαγή, που έχουν ωφελήσει μια στενή οικονομική και διοικητική ελίτ, έχουν αναδιανείμει εισόδημα και πλούτο από εργατικό δυναμικό στο κεφάλαιο, έχουν καταστρέψει εκατομμύρια θέσεις εργασίας και έχουν πλήξει τις κοινότητες και τις ζωές των κατοίκων τους. Ακόμη χειρότερα, ορισμένοι οικονομολόγοι κατηγορούν τα θύματα.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του συμβουλεύοντας τους πολιτικούς, και όχι χωρίς αποτέλεσμα, είχε μια διαφορετική άποψη για τη δύναμη των οικονομολόγων: «Οι ιδέες των οικονομολόγων και των πολιτικών φιλοσόφων, τόσο όταν έχουν δίκιο όσο και όταν έχουν άδικο, είναι περισσότερο ισχυρές από ό,τι συνήθως νομίζουμε. Πράγματι, ο κόσμος δεν κυβερνάται από κάτι άλλο». Δεν είναι μόνο οι καλές ιδέες που επιβιώνουν και ευημερούν.”
Για παράδειγμα, ο Τζεμπ Χένσαρλινγκ, ένας Ρεπουμπλικανός από το Τέξας που προήδρευσε στην Επιτροπή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της Βουλής από το 2013 έως το 2019, λέει ότι έγινε πολιτικός για να «προαγάγει την ελεύθερη αγορά», επειδή «η οικονομία της ελεύθερης αγοράς παρείχε το μέγιστο καλό στον μέγιστο αριθμό».
Από την ανοησία δεν γλυτώνει όμως ούτε η Αριστερά. Εάν η Δεξιά δεν μπορεί να δει τα ελαττώματα στις αγορές, η Αριστερά μπορεί να είναι εξίσου τυφλή στα ελαττώματα της κυβέρνησης που την εμποδίζουν να ενεργήσει αξιόπιστα για να διορθώσει τα ελαττώματα στις αγορές. Θεωρούμε την κυβέρνηση ένα αντιπροσωπευτικό όργανο, εκλεγμένο από πλήρως ενημερωμένους πολίτες, του οποίου η δουλειά είναι να διορθώνει τα ελαττώματα των αγορών, είτε είναι η τάση για μονοπώλιο είτε η εκμετάλλευση των εργαζομένων ή η υπέρβαση της εισοδηματικής ανισότητας. Στην πράξη, ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Οπως και άλλες κυβερνήσεις, συχνά κάνει τα πράγματα χειρότερα και ωφελεί όχι όλους τους πολίτες της, αλλά τους κερδισμένους του συστήματος.
Κατά την άποψή μου, κεντρικό πρόβλημα της σύγχρονης κυρίαρχης οικονομίας είναι το περιορισμένο εύρος της. Το πεδίο έχει ξεφύγει από τη σωστή βάση του, που είναι η μελέτη της ανθρώπινης ευημερίας. Οπως υποστηρίζει ο Αμάρτια Σεν, η οικονομική επιστήμη πήρε λάθος δρόμο όταν επικράτησε ο ορισμός του βρετανού οικονομολόγου Λάιονελ Ρόμπινς για τα οικονομικά: η κατανομή σπάνιων πόρων με ανταγωνιστικούς στόχους.
Ο Σεν αντιπαραβάλλει τον ορισμό του Ρόμπινς με αυτόν του οικονομολόγου του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα Αρθουρ Πίγκου. Η οικονομία θα πρέπει να αφορά την κατανόηση και την εξάλειψη των παραγόντων πίσω από τη δυσφορία που συνοδεύουν τη φτώχεια και τη στέρηση. Για άλλη μία φορά, η Γενική Θεωρία του Κέινς προσφέρει μια καλή περίληψη. «Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας», υποστηρίζει, «είναι πώς να συνδυάσουμε τρία πράγματα: την οικονομική αποτελεσματικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ατομική ελευθερία».
Φαίνεται ότι έχουμε εγκαταλείψει τα δύο τελευταία σημεία από το τρίπτυχο του Κέινς. Πρέπει να ξεπεράσουμε την προσήλωσή μας στο χρήμα μόνο ως μέτρο της ανθρώπινης ευημερίας. Χρειαζόμαστε μια καλύτερη γνωριμία με τον τρόπο που σκέφτονται οι κοινωνιολόγοι. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στους φιλοσόφους, ανακτώντας την πνευματική διάσταση που παλαιότερα ήταν κεντρικό σημείο στα οικονομικά.