Πώς ο ρώσος γιατρός, του οποίου τα έργα άλλαξαν τη σύγχρονη μυθοπλασία, ύψωσε τη λογοτεχνική φωνή του; Πώς ήταν η ζωή του Αντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ (1860-1904) το 1886 και το 1887 – χρονιά που κέρδισε το βραβείο Πούσκιν – όταν εξαντλημένος από την εξέταση ασθενών ολημερίς και τη μάχη με τις επιδημίες της εποχής ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής του παραγωγής; Μήνα με τον μήνα, κάποιες φορές και μέρα με τη μέρα, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίτι της Νέας Υόρκης, στο Kingsborough Community College, Μπομπ Μπλέισντελ «παρακολουθεί» τη ζωή του συγγραφέα κατά τα δύο κρίσιμα αυτά χρόνια με σχολαστικότητα. Και καταγράφει την εξέλιξή του από γιατρό σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο βιβλίο του «Ο Τσέχοφ γίνεται Τσέχοφ», όπως διαβάζουμε στην κριτική του Κρίστοφ Ιρμσερ στη «Wall Street Journal». Λάτρης του ρώσου συγγραφέα και συγγραφέας και ο ίδιος που έμαθε ρωσικά, μεσήλικας ων, για να καταλήξει στην οριστική μορφή του έργου του, υποστηρίζει ότι «έσκαψε σε λέξεις και φράσεις» ώστε να διαμορφώσει εικόνες που ξεδιπλώνονται μπροστά του – και κατά συνέπεια στα μάτια του αναγνώστη – αργά αλλά διακρίνονται για το βάθος τους.
Λεπτές αποχρώσεις
Κάπως έτσι ο Μπλέισντελ «μαθαίνει» στον αναγνώστη του – και στον αναγνώστη των έργων του Τσέχοφ – να διαβάζει αργά, ώστε να έχει τον χρόνο να παρατηρεί τις λεπτές αποχρώσεις που συνοδεύουν τα κύρια γεγονότα και αποκαλύπτουν πολλά για τους ήρωες και εν τέλει για τον δημιουργό τους. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ευαισθησία του Τσέχοφ για τα ζώα. Οπως παρατηρεί ο Μπλέισντελ, στο διήγημα «An Encounter» (Μάρτιος 1886) δεν δίνεται βάση από τον συγγραφέα μόνο στον πάσχοντα πρωταγωνιστή, τον σχεδόν άγιο Εφραίμ Ντενόσοφ, αλλά και στο άλογό του. Οι επιστολές του Τσέχοφ αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σχέση που είχε με τα ζώα. Τα αγαπούσε τόσο, ώστε ακόμη και τα ποντίκια που πιάνονταν στις παγίδες του οικογενειακού του αγροκτήματος έσπευδε να τα απελευθερώσει και να τα αφήσει να επιστρέψουν στη φύση. Πίστευε, δε, πως όταν οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να ακούσουν, τα ζώα είναι οι καλύτεροι ακροατές. Στη «Θλίψη» (Ιανουάριος 1886), ο ήρωας, όταν χλευάζεται από τους μεθυσμένους επιβάτες του, στρέφεται στη μικρή του φοράδα για να μοιραστεί τη θλίψη του για τον νεκρό γιο του: «Είναι λυπηρό, δεν είναι;», τη ρωτάει βρίσκοντας καταφύγιο σε εκείνη, την ώρα που οι άνθρωποι αδυνατούν να τον καταλάβουν.
Σε άλλο σημείο ο Μπλέισντελ «διαβάζει» στους «Εχθρούς», πίσω από την επική αντιπαράθεση του γιατρού Κιρίλοφ – ο οποίος μόλις έχει χάσει το παιδί του και δέχεται μια επείγουσα κλήση από τον Αμπόγκιν, του οποίου η σύζυγος έφυγε με τον εραστή της -, την αντιπαράθεση Αχιλλέα και Αγαμέμνονα στην έναρξη της «Ιλιάδας» για να εξηγήσει την «άδικη και απάνθρωπα σκληρή» συμπεριφορά του Κιρίλοφ, του οποίου η οργή ξεπερνά τη λύπη.