Ημουν, κατά το όνειρο, οκτώ χρονώ, στον τόπο όπου γεννήθηκα, τη Μεσσήνη, σε γλέντι ύστερα από γάμο μεγάλο, μετά την ταραχή του Εμφυλίου, όταν κάποιοι «πήγαινε να αλλάξεις» είπαν στη νύφη. Και εκείνη πήγε, έβγαλε τα γοβάκια και τα πέπλα και ξαναγύρισε ανυπόδητη στο κτήμα, στο τραπέζι. Και ήταν άνοιξη, Πάσχα ήταν, η φύση γύρω ευωδίαζε και ο νεκρός που δεν βρέθηκε, κάπου πέρα μακριά, ειρηνικά να λιώνει.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ