Εκτός από την παραστασιολογία της περιόδου το ζήτημα με το οποίο το 2023 κάνει «ποδαρικό» για τον καλλιτεχνικό χώρο είναι η διαβάθμιση των καλλιτεχνικών σχολών λόγω του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022 για τον «Καθορισμό προσόντων διορισμού σε φορείς του Δημοσίου (Προσοντολόγιο – Κλαδολόγιο)». Υστερα από την περασμένη εβδομάδα, όπου επικράτησε ο «ακτιβιστικός» τόνος – αλλά και η εργαλειοποίηση επιμέρους πτυχών από την αξιωματική αντιπολίτευση – διαφαίνεται η διάθεση, αν μη τι άλλο, από τον υφυπουργό αρμόδιο για θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλα Γιατρομανωλάκη, να αξιοποιηθεί η «κρίση» ως εκκίνηση διαλόγου. Ο ίδιος επιμένει ότι το ΠΔ δεν εξισώνει τους τίτλους δραματικών σπουδών με το απολυτήριο Λυκείου, δεν αφορά προσλήψεις του υπουργείου Παιδείας ούτε και προσλήψεις καλλιτεχνών στο Δημόσιο, οι οποίες εξαιρούνται από το ΑΣΕΠ.
Οι εκπρόσωποι των καλλιτεχνών, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι το ΠΔ αναγνωρίζει στους αποφοίτους δραματικών και άλλων καλλιτεχνικών σχολών μόνο προσόντα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Από τη δική του πλευρά, το υπουργείο Εσωτερικών, που συνυπογράφει, έχει εκδώσει ήδη διευκρινιστική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία το ΠΔ ρυθμίζει τα προσόντα διορισμού στους κλάδους Θεατρικών Σπουδών (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης – ΠΕ) και Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων (ΔΕ), εφαρμόζοντας για τη λυκειακή και μεταλυκειακή εκπαίδευση τα εγκεκριμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίπεδα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων. Στην ίδια ανακοίνωση τονίζεται ότι δεν επέρχεται καμία δυσμενής μεταβολή σε ηθοποιούς που ήδη απασχολούνται σε θέσεις Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) φορέων του Δημοσίου. Ο δε υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, με χθεσινή δήλωσή του στο «Βήμα της Κυριακής» αναφέρει για τις προσλήψεις ηθοποιών: «Και πριν και μετά το Προεδρικό Διάταγμα ως Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης προσλαμβάνονταν. Θα ήθελαν όμως τη μισθολογική μεταχείριση που έχουν οι απόφοιτοι ΑΕΙ. Και μιλάμε για 100-150 θέσεις συνολικά στην Ελλάδα, που τώρα δεν ανοίγουν. Αλλωστε την τελευταία δεκαετία δεν έχει γίνει ούτε μία τέτοια πρόσληψη σε δήμο».
Προ και μετά το 2013
Εκτός από τις 4 σχολές θεατρολογίας πανεπιστημιακού επιπέδου (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο, Πάτρα), οι ηθοποιοί αποφοιτούν σήμερα από ιδιωτικές δραματικές σχολές (πλην Εθνικού και ΚΘΒΕ), αντίστοιχες των ΙΕΚ. Τα τελευταία δεν θεωρούνται ανώτατα ιδρύματα, αλλά ούτε ΤΕΙ, τα οποία έχουν εξομοιωθεί με τα ΑΕΙ (μαζί τους οι εκπαιδευτικές βαθμίδες ΤΕ και ΠΕ, με βάση τον ευρωπαϊκό κανονισμό). Σε αυτή την εκπαιδευτική κατάταξη, λοιπόν, απομένει η βαθμίδα ΔΕ για τις δραματικές σχολές. Σε κάθε άλλη περίπτωση, για να ανέλθουν βαθμίδα και να γίνουν ΑΕΙ, πρέπει να αποκτήσουν αντίστοιχες προδιαγραφές: πανελλαδικές εισαγωγικές εξετάσεις, διδακτικό προσωπικό με διδακτορικό, τετραετείς σπουδές.
Ενα κρίσιμο σημείο, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, τέθηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση των καλλιτεχνών με τα στελέχη των τριών συναρμόδιων υπουργείων (Εσωτερικών, Παιδείας, Πολιτισμού) και τον Ν. Γιατρομανωλάκη, είναι το αίτημα οι απόφοιτοι των καλλιτεχνικών σχολών να διαβαθμιστούν στο επίπεδο της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, όπως ήταν έως το 2003. Και εδώ αναδεικνύεται μια διαχρονική, διακομματική ευθύνη. Ανθρωποι που γνωρίζουν καλά το ζήτημα υποδεικνύουν την πρωτοβουλία του 2017, επί υπουργίας Λυδίας Κονιόρδου στο Πολιτισμού, όταν τέθηκε ζήτημα το πτυχίο των αποφοίτων από Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης να αναγνωριστεί ως ισότιμο με εκείνο των αποφοίτων των ΤΕΙ. Ετσι, οι πρώτοι θα μπορούσαν να διορίζονται για τη διδασκαλία της Θεατρικής Αγωγής στα δημοτικά σχολεία – το οποίο μέχρι σήμερα διδάσκουν μόνο οι απόφοιτοι των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών. Αυτό που αποφασίστηκε, ωστόσο (άρθρο 79 του Ν. 4481/2017), ήταν τα διπλώματα να χαρακτηριστούν ισότιμα προς τους τίτλους σπουδών που χορηγούσαν τα παλιά ΤΕΙ, μόνο όμως εάν αυτά έχουν χορηγηθεί έως τις 10/6/2003. Ποιο είναι το πρόβλημα που παραμένει, λοιπόν; Αν δύο απόφοιτοι έχουν σπουδάσει στην ίδια δραματική σχολή, το δίπλωμα που γίνεται ισότιμο με των παλαιών ΤΕΙ είναι μόνο εκείνο που φέρει ημερομηνία έως 10/6/2003.
Για το ζήτημα που έχει ανακύψει ζητήσαμε εκ νέου την άποψη του Ν. Γιατρομανωλάκη, ενώ παρεμβάσεις κάνουν η Κατερίνα Ευαγγελάτου, καλλιτεχνική διευθύντρια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, γενικός καλλιτεχνικός διευθυντής του «Ελευσίνα 2023 Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», αλλά και αναπληρωτής καθηγητής Σκηνοθεσίας – Υποκριτικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Νικόλας Γιατρομανωλάκης,
υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, αρμόδιος για θέματα σύγχρονου πολιτισμού
«Ολιστική και διυπουργική αντιμετώπιση»
Το θέμα της αναβάθμισης της ποιότητας σπουδών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και διαβάθμισής της, και της ύπαρξης σπουδών παραστατικών τεχνών πανεπιστημιακού επιπέδου στην Ελλάδα δεν προέκυψε τώρα. Αποτελεί ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό και διυπουργικό ζήτημα το οποίο μέχρι σήμερα καμία κυβέρνηση δεν έχει διαχειριστεί ολιστικά, καθώς έχουν υπάρξει μόνο αποσπασματικές κινήσεις που συχνά δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσαν. Αντιθέτως η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ, ήδη από το 2019, ασχολείται ενεργά με το θέμα αυτό σε δύο επίπεδα: πρώτον, όσον αφορά τις κρατικές σχολές (Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, Δραματικές Σχολές Εθνικού Θεάτρου και Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, Σχολή Χορού Εθνικής Λυρικής Σκηνής) και ειδικότερα την αναβάθμιση του τρόπου λειτουργίας και του προγράμματος σπουδών τους, αμέσως μετά το πέρας των περιορισμών της πανδημίας και την επαναλειτουργία τους, ζητήσαμε τις προτάσεις τους στην κατεύθυνση υιοθέτησης ενός συστήματος διδακτικών μονάδων αντίστοιχου με αυτό των πανεπιστημίων (ECTS). Η ανταπόκριση των φορέων ολοκληρώθηκε εντός του 2022 και οι προτάσεις τους ήδη αξιολογούνται. Για να γίνει σαφής η δυσκολία αλλά και η σημασία αυτού του εγχειρήματος, αξίζει να σημειωθεί ότι για παράδειγμα το πρόγραμμα σπουδών και ο κανονισμός της ΚΣΟΤ έχει να επικαιροποιηθεί από το 1973 και του ΚΩΘ από το 1957! Για αυτό και οι οιμωγές του ΣΥΡΙΖΑ επί του θέματος ακούγονται τουλάχιστον υποκριτικές. Δεν είχε ασχοληθεί ούτε με τις σχολές ούτε με το αντικείμενο. Η παραπάνω αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των κρατικών σχολών αποτελούν εξάλλου προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση. Η προεργασία λοιπόν έχει γίνει.
Δεύτερον, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πέρα από τις κρατικές σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης λειτουργούν εδώ και δεκαετίες και ιδιωτικές αναγνωρισμένες από το ΥΠΠΟΑ. Για τον λόγο αυτό, η συζήτηση περί ανωτατοποίησης του συνόλου της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης είναι εξαιρετικά σύνθετη. Εξάλλου, το Σύνταγμα απαγορεύει την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά και οι κρατικές και οι ιδιωτικές σχολές αλλά και τα σωματεία ηθοποιών, μουσικών, χορευτών, δηλαδή το σύνολο των φορέων με τους οποίους είμαστε σε συνεχή διάλογο εδώ και καιρό, και φυσικά το γνωρίζει και η αντιπολίτευση που σε αυτό το σημείο τηρεί σιγήν ιχθύος προκειμένου να μη δυσαρεστήσει κανέναν αλλά να πλειοδοτήσει προεκλογικά αοριστολογώντας.
Αυτό είναι το περίπλοκο και δύσκολο τοπίο που φωτίστηκε με αφορμή το ΠΔ του υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο, αν και ρυθμίζει εντελώς διαφορετικά ζητήματα, ανέδειξε τη διαχρονική δυσκολία του Δημοσίου να διαχειριστεί τις ιδιαιτερότητες της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Είναι αναμενόμενο να υπάρξουν παρανοήσεις, παρεξηγήσεις και ερωτήματα σε αυτό το σύνθετο πλέγμα.
Τι άλλαξε όμως; Πλέον η καλλιτεχνική εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ολιστικά και διυπουργικά, και ορθά, αφού το υπουργείο Πολιτισμού δεν θα μπορούσε μονομερώς να προχωρήσει στις βαθιές τομές και τις ριζικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Καθώς όμως πλέον υπάρχει έντονη πολιτική βούληση, παραμένω αισιόδοξος ότι το 2023 θα είναι επιτέλους η χρονιά στην οποία η καλλιτεχνική εκπαίδευση θα έχει την αντιμετώπιση που της αξίζει στη χώρα μας.
Κατερίνα Ευαγγελάτου,
σκηνοθέτρια, καλλιτεχνική διευθύντρια Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου
«Ουσιαστική και οριστική επίλυση»
Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε με έντονο προβληματισμό τα όσα διαδραματίζονται με αφορμή τις ρυθμίσεις για τις καλλιτεχνικές σχολές. Το ΠΔ 85/2022 επιτείνει το χρόνιο πρόβλημα διαβάθμισης της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, υποβαθμίζοντας ουσιαστικά όχι μόνο τους σπουδαστές και τους διδάσκοντες, αλλά και την τέχνη συνολικά. Ολοι όσοι έχουμε μοχθήσει στις καλλιτεχνικές σχολές γνωρίζουμε πως η φοίτηση σε αυτές απαιτεί σύνθετες δεξιότητες και καθημερινή, πολύωρη εξάσκηση με αυτοπρόσωπη παρουσία. Ως καλλιτέχνις αλλά και ως καλλιτεχνική διευθύντρια ενός ιστορικού φορέα, που στηρίζεται εν πολλοίς στο εγχώριο καλλιτεχνικό δυναμικό, είναι αυτονόητο ότι αγωνιώ και προσδοκώ τη συνεργασία των αρμόδιων υπουργείων για την ουσιαστική και οριστική επίλυση του σοβαρού αυτού ζητήματος.
Μιχαήλ Μαρμαρινός
«Ας σταθεί η λάθος χειρονομία σημείο εκκίνησης»
Θα ήθελα να δηλώσω την αμέριστη συμπαράστασή μου σε αυτόν τον άνισο και παράλογο αγώνα που γίνεται για τα αυτονόητα από μια τάξη ανθρώπων / καλλιτεχνών / πολιτών, που λίγο αν αναλογιστεί η ελληνική κοινωνία – ακόμα και η επίσημη πολιτεία – τι έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει, θα αντιληφθεί ανεπιφύλακτα τι χρωστάει σε αυτή την ακατάτακτη τάξη που δεν ανήκει θεσμικά ή τυπικά σχεδόν πουθενά ακόμα, σίγουρα όχι με τη θέλησή της ή από δική της επιλογή!
Μιλάω για την ευρεία τάξη Καλλιτεχνών των Παραστατικών και Μουσικών Τεχνών γενικότερα, που ακόμα και σήμερα «πληρώνουν» μια πάγια ανικανότητα του ελληνικού κράτους στο διηνεκές να θεσμοθετήσει την παρουσία της – στην οποία, επαναλαμβάνω, τόσο πολλά χρωστάμε για την πνευματική μας ανάταση και παρηγορία ως έθνος – και που αυτή, η συγκεκριμένη τάξη είναι συχνά αφορμή επανειλημμένου, και δικαιολογημένου θα έλεγα, κομπασμού των πολιτικών, επιδεικνύοντας ζηλευτές επιδόσεις της, ορθώς, ως επιτεύγματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού εντός και εκτός Ελλάδας, όποτε και όταν όμως αυτό διευκολύνει συνήθως το εκλογικό τους λεξιλόγιο.
Οντας αναπόσπαστα ένας εξ αυτών, των ομοίων μου, και έχοντας τη δυνατότητα να μιλώ από θέση πολύπλευρης και σφαιρικής άποψης για το ζήτημα (μιας και διδάσκω αυτήν την τέχνη στο μοναδικό ουσιαστικά πανεπιστημιακό ίδρυμα που τη θεραπεύει υπεύθυνα), όντας ταυτόχρονα ένας ευγνώμων και υπερήφανος απόφοιτος κάποιας από τις βιαίως σήμερα βαλλόμενες σχολές που μας εκπαίδευσαν με κόπο, μόχθο και γνώση για τρία αξέχαστα χρόνια εντατικών σπουδών, υποκαθιστώντας τη θεαματική απουσία εκπαιδευτικής υπόστασης των εν λόγω τεχνών από την πλευρά του επίσημου κράτους, ελπίζω, εύχομαι και διεκδικώ:
Η παρούσα κρίση να αποτελέσει την αναγκαία και μη αναστρέψιμη αφύπνιση της πολιτείας προς μια σοβαρή επίλυση του φλέγοντος αυτού ζητήματος, των σχολών / τόπων εκπαίδευσης αυτών των τεχνών, καθώς και τη θεσμική πλέον αποδοχή και φροντίδα των θεραπόντων της τέχνης τους, να σταθεί αφορμή και δείγμα πολιτικής και πολιτιστικής εξωρίμανσης – εν έτει 2023 πια – της συγκεκριμένης πολιτειακής εξουσίας.
Ας σταθεί αυτή η λάθος χειρονομία που πυροδότησε τη συγκεκριμένη κρίση σημείο εκκίνησης για την επόμενη, φωτεινή πλέον μέρα μιας πολιτείας που να μπορεί ελεύθερα να υπερηφανευτεί αφενός πως έλυσε ένα σύμπλοκο, χρόνιο πρόβλημα, αφετέρου για τους πεφωτισμένους κοινωνικούς «παρίες» της που όμως την κάνουν πάντα ψυχικά και πνευματικά πιο πλούσια και υπερήφανη.
Γιάννης Ρήγας,
διευθυντής Σπουδών Δραματικής Σχολής ΚΘΒΕ
«Εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο ή ΑΕΙ Παραστατικών Τεχνών»
Εκείνο που πρέπει να συμβεί είναι να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε πρώτα μεταξύ μας και μετά, αφού νικήσουμε τους δαίμονες που ταλανίζουν τη «δουλειά» μας, να μιλήσουμε με την πολιτεία. Οταν καταφέρουμε, δηλαδή, να συνομιλήσουμε μεταξύ μας έξω από κομματικές πιέσεις και κατευθύνσεις, γιατί αυτό είναι ένα πράγμα το οποίο ακουμπά την ψυχή μας. Τότε θα μπορέσουμε να βρούμε εκείνη τη συνθήκη όπου θα μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτό που έχουμε σπουδάσει. Θα ήθελα πολύ επίσης κάποια στιγμή ο νομοθέτης να θεσμοθετήσει έναν νόμο που να ανταποκρίνεται στον θαυμασμό του κοινού απέναντι στους καλλιτέχνες. Η λύση θα μπορούσε να ήταν να νομοθετηθούν τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό το οποίο σπουδάζουμε. Στην Ευρώπη υπάρχουν κράτη τα οποία την τριετή φοίτηση τη θεωρούν κανονική, οπότε δεν χρειάζεται να γίνει τετραετής για να θεωρηθεί ανώτατη. Εάν χρειάζεται εδώ, μπορεί να προστεθεί ένας χρόνος. Μια λύση είναι να μπορεί να γίνει ανώτατη η εκπαίδευση, με την έννοια να δίνουμε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, στον κλάδο μας. Η άλλη λύση είναι να φτιαχτεί ένα πανεπιστήμιο παραστατικών τεχνών. Βέβαια ξέρω από εμπειρία ότι θα «παίζουμε ξύλο» για το ποιος θα ορίσει τα πράγματα.