Παρότι οι πολιτικές μορφές του εργατικού κινήματος, σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και αναρχικές, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πρώτους αγώνες για τα δικαιώματα των γυναικών, ιδίως για το δικαίωμα της ψήφου, και παρότι οι «σοσιαλιστικές χώρες» κατοχύρωσαν αρκετά τυπικά δικαιώματα ισότητας των φύλων, εντούτοις η σχέση ανάμεσα στον μαρξισμό και τον φεμινισμό υπήρξε άνιση και συχνά συγκρουσιακή.
Αυτό έγινε ιδιαίτερα έντονο από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Παρότι γύρω από τα κινήματα του «παγκόσμιου 1968» αναπτύχθηκαν σημαντικά ρεύματα ενός αντικαπιταλιστικού φεμινισμού, το ξεδίπλωμα του λεγόμενου «δεύτερου κύματος» φεμινισμού (και αργότερα του «τρίτου κύματος») ανέδειξε τα όρια μιας ορισμένης μαρξιστικής προσέγγισης που επιμένοντας στην προτεραιότητα της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας αδυνατούσε να δει τις πατριαρχικές σχέσεις στην αυτοτέλειά τους. Η κριτική αυτή υπογράμμισε ότι η μετάθεση της λύσης στην «έλευση του σοσιαλισμού» δεν απαντούσε σε επείγοντα ερωτήματα, την ώρα που αρκετοί μαρξιστές παραμελούσαν τα ζητήματα που αφορούσαν τις έμφυλες ταυτότητες και τη σεξουαλικότητα, επιμένοντας συχνά σε μια ετεροκανονιστική οπτική. Η αναπαραγωγή στοιχείων πατριαρχίας και σεξισμού τόσο στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όσο και στο εσωτερικό των αριστερών οργανώσεων της Δύσης δεν έκανε τα πράγματα καλύτερα.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά η ανάδυση ενός ριζοσπαστικού λόγου για τα ζητήματα του φύλου και της σεξουαλικότητας αποτέλεσε επιχείρημα όσων πρότειναν μια «μετα-μαρξιστική» στροφή, με αιχμή την παραδοχή πολλαπλών αντιθέσεων και κινημάτων και άρα την απόρριψη της κεντρικότητας της εργατικής τάξης ως αποκλειστικού υποκειμένου της χειραφέτησης. Αυτό θα προκαλέσει διαφόρων ειδών θεωρητικές αντιδράσεις από τη μεριά όσων μαρξιστών και μαρξιστριών θεωρούσαν ότι υπονομευόταν ο πολιτικός και θεωρητικός πυρήνας του μαρξισμού. Ταυτόχρονα, ο λόγος που ερχόταν από τη μεριά των αντιρατσιστικών και αποαποικιακών κινημάτων υπογράμμιζε όχι μόνο τη βαρύτητα των ζητημάτων σε σχέση με τον ρατσισμό και την αποικιοκρατία αλλά και υπενθύμιζε την ανάγκη να συζητηθεί η σχέση ανάμεσα σε φύλο και φυλή, ανάμεσα στην αναπαραγωγή του ρατσισμού και την αναπαραγωγή της πατριαρχίας. Η έννοια της διαθεματικότητας προέκυψε εντός αυτής της συζήτησης.
Μαρξισμός και φεμινισμός
Δύο πρόσφατες εκδόσεις στα ελληνικά βοηθούν να παρακολουθήσουμε πλευρές αυτής της συζήτησης και σύγχρονες απόπειρες για έναν μαρξιστικής έμπνευσης φεμινισμό. Η πρώτη έκδοση είναι το τεύχος 11 της εξαμηνιαίας επιθεώρησης «Κρίση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Περιλαμβάνει μια εντυπωσιακή συλλογή μεταφράσεων κειμένων για τη σχέση μαρξισμού και φεμινισμού, ξεκινώντας από τοποθετήσεις της δεκαετίας του 1970, έως πολύ πιο πρόσφατες προσπάθειες για έναν φεμινισμό που να στηρίζεται στη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Ξεκινώντας από το έργο φεμινιστριών όπως η Μαριανίνα Ντάλα Κόστα, η Σίλβια Φεντερίτσι και η Σέλμα Τζέιμς και τα κινήματα που ανέδειξαν την απλήρωτη γυναικεία εργασία στο νοικοκυριό, το ρεύμα της θεωρίας της κοινωνικής αναπαραγωγής εντάσσει την αναπαραγωγή των πατριαρχικών σχέσεων σε ένα συνολικότερο θεωρητικό σχήμα για το πώς η διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών περνά μέσα από την αναπαραγωγή της πατριαρχίας και των παραδοσιακών έμφυλων ρόλων. Το κλειδί είναι η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, τόσο ως προς τους βιολογικούς όσο και κυρίως ως προς τους κοινωνικούς όρους. Αυτή προϋπέθετε ότι τα νοικοκυριά συμμορφώνονταν προς άνισους έμφυλους κανόνες, νομιμοποιούσε και απαιτούσε τη γυναικεία καταπίεση και απλήρωτη εργασία και εμπέδωνε μια ετεροκανονιστική αντίληψη για τη σεξουαλικότητα. Μια τέτοια οπτική για τη σχέση πατριαρχίας και καπιταλισμού μπορεί θεωρητικά να συνδυαστεί με την έμφαση στο πώς η ανάδυση του καπιταλισμού, σε πείσμα της ίδιας της ρητορικής των απολογητών του, προϋποθέτει τελικά την αναπαραγωγή του ρατσισμού και της αποικιακής λογικής.
«Πλειοψηφική» απεύθυνση
Αυτό παραπέμπει στον συνδυασμό των στόχων ενός ριζοσπαστικού φεμινισμού, που δεν υποτιμά και τα ζητήματα της σεξουαλικότητας, με τον αντιρατσισμό, την αναφορά στους εργατικούς αγώνες και μια «πλειοψηφική» απεύθυνση. Αυτό είναι το αντικείμενο μιας άλλη έκδοσης, του μανιφέστου «Φεμινισμός για το 99%», που συγγράφηκε από την Τσίντσια Αρούτσα, την Τίθι Μπατατσάρια και τη Νάνσι Φρέιζερ και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής σε μετάφραση Γιώργου Καλαμπόκα και Αφροδίτης Χριστοδουλάκου. Το βιβλίο αυτό, που απηχεί εμπειρίες πρόσφατων μεγάλων αγώνων, όπως της διεθνούς φεμινιστικής απεργίας της 8ης Μαρτίου 2017, επιμένει ότι σε αντιδιαστολή με έναν επιχειρηματικό και φιλελεύθερο φεμινισμό, που καταλήγει να νομιμοποιεί και την εκμετάλλευση και την έμφυλη καταπίεση, μπορεί να υπάρξει ένας άλλος φεμινισμός, πλειοψηφικός (εξού και η αναφορά στο σύνθημα του Occupy! για το 99%) που θα ενοποιεί τους αγώνες γύρω από την εργασία, το φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα, την οικολογία, γύρω από το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση, μια ενοποίηση πολύ πέρα από την απλή «συμπερίληψη».
Μια νέα ενότητα;
Βεβαίως η ενότητα που οραματίζονται βιβλία όπως το «Φεμινισμός για το 99%», δεν θα είναι εύκολη, ιδίως εάν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τα ζητήματα που αφορούν τον φεμινισμό ή τον αντιρατσισμό ως κάτι παραπάνω από επιπλέον αιτήματα σε προεκλογικά προγράμματα. Το ίδιο το γεγονός ότι ο σεξισμός και η πατριαρχία εξακολουθούν να αναπαράγονται και εντός σημαντικών τμημάτων των υποτελών τάξεων (αλλά και αριστερόστροφων πολιτικών σχηματισμών) δείχνει το πραγματικό βάθος του αναγκαίου μετασχηματισμού.