Εχετε πολύ ωραίους πίνακες και σχεδόν καμία σας φωτογραφία ή έστω έναν χρυσό δίσκο στον τοίχο.
Αγάπησα και εκτίμησα την τέχνη με τα χρόνια. Την έμαθα σιγά σιγά. Είχα πάρα πολλούς πίνακες και πολλές αντίκες. Πούλησα όμως αρκετά.
Είχατε ανάγκη τα χρήματα;
Οχι απλώς άλλαξα σπίτι. Με τον άντρα μου ζούσαμε σ’ ένα σπίτι 650 τ.μ. στο Παλαιό Ψυχικό. Οταν έφυγαν τα παιδιά μας για σπουδές στην Αγγλία – η Ηρα και ο Στέφανος – διαπιστώσαμε ότι ήταν πολύ μεγάλο για εμάς και άδειο. Ετσι μετακομίσαμε σε ένα μικρότερo 170 τ.μ., όμως όταν έφυγε από τη ζωή ο Στάθης ο σύζυγός μου τον Ιούλιο του 2020 και αυτό ήταν μεγάλο. Γι’ αυτό και ήρθα σε αυτό που ζω τώρα. Είχα και έχω μια όμορφη ζωή. Είμαι χορτάτη δεν μου έλειψε τίποτα. Αλλά ο ξαφνικός θάνατος του ανθρώπου που ήμασταν μαζί 45 χρόνια με αρρώστησε, με συνέτριψε. Πήρα είκοσι κιλά, έπαθα έμφραγμα. Εφυγε στα χέρια μου κυριολεκτικά.
Πώς γνωριστήκατε;
Τον συνάντησα όταν ήμουν παιδί ακόμα, στο χωριό που ζούσα τότε από μια ξαδέλφη μου. Είχαμε 12 χρόνια διαφορά. Σπούδαζε στη Γερμανία και όταν επέστρεψε περίπου 30 ετών ήμουν πια μεγάλη. Ετσι τα φτιάξαμε. Στη ζωή μου έχω κάνει τρεις σχέσεις και ένα γάμο πανάθεμά με! Η απώλειά του όπως και του πατέρα μου με ξερίζωσαν. Το ίδιο συναίσθημα κυριαρχεί.
Τη δύναμή σας τη βρήκατε μπαίνοντας πάλι στο παιχνίδι της δημιουργίας;
Ετσι ακριβώς ήρθε ο ρόλος στη «Γη της ελιάς». Είναι φίλος μου ο Ανδρέας Γεωργίου και όταν μια μέρα με άκουσε να λέω ότι μου στοιχίζει η απραγία, την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο και μου λέει «έλα έχεις γύρισμα».
Οπότε επανακάμψατε και σας βλέπουμε τώρα και στο θέατρο «Μπέλλος» κάθε Τετάρτη στην παράσταση με τον Γιάννη Χριστοδουλόπουλο. Σας άκουσα και σε τραγούδια που δεν σας φανταζόμουν και ήταν ωραία έκπληξη. Η σχέση σας με τη μουσική πώς ξεκίνησε;
Κυριολεκτικά από την ώρα της γέννησής μου. Στο ένα δωμάτιο του σπιτιού με γεννούσε η μητέρα μου και στο άλλο για να την ηρεμούν λίγο από τους πόνους έπαιζαν μουσική τα δυο αδέλφια ο Κώστας (σ.σ. Καράλης) και ο Νίκος. Αλλά και οι γονείς μου αγαπούσαν τη μουσική. Μπορεί να ζούσαμε σε χωριό στη Σπερχειάδα Φθιώτιδας αλλά τους άρεσαν τα ευρωπαϊκά τραγούδια κοντά στα παραδοσιακά που άκουγαν – και είναι υπέροχα – όπως ήταν φυσικό οι περισσότεροι στην επαρχία. Δεν ήταν όμως το όνειρό μου να γίνω τραγουδίστρια.
Τι ονειρευόσασταν;
Ηθελα να σπουδάσω αρχιτέκτονας. Εδωσα εξετάσεις, δεν πέρασα και δεν δοκίμασα άλλη φορά γιατί άρχισα να δουλεύω στο γραφείο του αδελφού μου. Η επαφή μου με τη μουσική άρχισε σιγά – σιγά. Ο Κώστας σπούδαζε μαθηματικός αλλά ήταν και στην ορχήστρα του Γεράσιμου Λαβράνου. Ετσι με άκουσε μια μέρα τυχαία και πρότεινε στον αδελφό μου να ξεκινήσω μαζί του. Ηταν καλοκαίρι του 1969 και τον χειμώνα άρχισα να τραγουδάω – ως τραγουδίστρια ορχήστρας – στο κλαμπ του Αστέρα Βουλιαγμένης. Εκεί με άκουσε ο παραγωγός Νίκος Ιγνατιάδης. Ηχογράφησα μια διασκευή, ένα ιταλικό ποπ τραγούδι το οποίο είχε επιτυχία. Ετσι μου φορέθηκε η ταμπέλα της ποπ τραγουδίστριας. Αυτό με ενοχλούσε, γιατί δεν έκανα μόνο αυτό. Ημουν ποπ, αλλά ήταν τελείως διαφορετική η κουλτούρα μου. Ακουγα πολύ ροκ, αγαπώ πολύ τους Beatles, αλλά άκουσα πολλά διαφορετικά είδη.
Ισως η επιτυχία που είχατε ως ποπ τραγουδίστρια σας δελέασε, σας καθησύχασε. Θα συμφωνήσετε;
Σίγουρα, με βόλεψε η ποπ αλλά ήταν και άλλες συνθήκες. Βγήκα στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης – ήμουν γύρω στα είκοσι – με μακριά μαλλιά, με φράκο και ανδρικό πουκάμισο. Μια τελείως διαφορετική εμφάνιση από ό,τι επικρατούσε ενδυματολογικά εκείνη την εποχή. Μου λέει ο Κώστας Τουρνάς όταν γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι, «βγήκες και άλλαξε το σκηνικό. Αισθανθήκαμε ότι τώρα αρχίζει το φεστιβάλ». Κι εγώ τραγουδούσα εικοστή στη σειρά το «Δεν τον είδα». Με διέκοψαν στη μέση τα χειροκροτήματα του κόσμου. Θυμάμαι ότι διαγωνιζόταν και ο Τόλης Βοσκόπουλος με το «Ξανθή αγαπημένη παναγιά» και έλεγε: «Δεν με πειράζει, το κοριτσάκι να πάρει το βραβείο». Ηρθα έβδομη. Αλλά την επόμενη μέρα με ήξερε όλη η Ελλάδα. Ο κόσμος αναγνώρισε την αξία μου, κάτι που δεν μπορούσα τότε να αντιληφθώ.
Οι διαγωνισμοί σας «πήγαιναν». Μετά ήρθε η Γιουροβίζιον.
Ακόμη αφήνει το αποτύπωμά της! Ηθελα πολύ να συμμετάσχω. Εβλεπα τη Βίκυ Λέανδρος και μου άρεσε, τη θαύμαζα – ήταν είδωλο της εποχής. Τότε κυριαρχούσαν τα συγκροτήματα και κάποιοι τραγουδιστές όπως ο Τέρης Χρυσός με μεγάλη επιτυχία, η Τάμμυ, η Κλειώ Δενάρδου στο ελαφρύ τραγούδι. Είχε τραγουδήσει σπουδαία πράγματα όπως Μάνο Χατζιδάκι. Αυτό ονειρευόμουν να τραγουδήσω, Μάνο Χατζιδάκι.
Τον συναντήσατε ποτέ;
Ναι βέβαια. Μου είχε πει πολύ καλά πράγματα. Ηταν μάλιστα να συνεργαστούμε.
Και γιατί δεν προχώρησε;
Γιατί ήμουν ποπ και εκείνος ο μεγάλος μας συνθέτης, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μου στοίχισε που ήμουν ποπ, αυτή η ταμπέλα. Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέβαζε στην Εθνική Λυρική Σκηνή «Μαχάγκονι» (σ.σ. οπερα των Μπρεχτ – Κουρτ Βάιλ, το 1977, σκηνοθεσία Μίνως Βολανάκης) με είχε φωνάξει για να παίξω.
Τι μπλόκαρε αυτήν τη συνεργασία;
Νομίζω το περιβάλλον των συνθετών απ’ ό,τι κατάλαβα από αυτά που μου είπε αργότερα. Ημουν η ποπ τραγουδίστρια είπαμε.
Αφού θέλατε να κάνετε πιο ποιοτικά πράγματα γιατί δεν το κυνηγήσατε αφού είχατε – και έχετε – αυτή την ωραία φωνή;
Γιατί πλήρωσα την ταμπέλα της ποπ. Δεν γινόταν διαφορετικά, αφού εξαρτιόμαστε τότε από τις εταιρείες.
Ο αδελφός σας δεν θα μπορούσε να σας παρασύρει εκεί που επιθυμούσατε;
Οι εταιρείες είχαν τον πρώτο λόγο και δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα.
Το γεγονός ότι παντρευτήκατε, κάνετε οικογένεια, δεν λειτούργησε ανασταλτικά για την επαγγελματική σας πορεία;
Ημασταν πέντε χρόνια μαζί με τον άντρα μου πριν παντρευτούμε. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κανένα εμπόδιο να εργάζομαι, δεν με ζήλεψε ποτέ. Αλλαξαν όμως τη στιγμή που έγινα μητέρα και ήθελα να είμαι δίπλα στα παιδιά μου.
Ενα εξίσου ωραίο κορίτσι μ’ εσάς εκείνη την εποχή αλλά χωρίς το χάρισμα της δικής σας φωνής τι πιθανότητες είχε για να προχωρήσει;
Τότε που βγήκα εγώ ήταν σχεδόν αδύνατο να είσαι άφωνος και να προχωρήσεις. Για παράδειγμα, σε σχέση με τη Γιουροβίζιον, έπρεπε να δώσεις εξετάσεις σε επιτροπή, να τραγουδήσεις ζωντανά με την ορχήστρα της ΕΡΤ στο στούντιο. Δεν μ’ ενόχλησαν ποτέ. Είχα μια σχέση, πριν απ’ τον άντρα μου, με έναν μουσικό. Σίγουρα θα υπήρχαν τέτοια φαινόμενα αλλά δεν ήρθα αντιμέτωπη με τέτοιες καταστάσεις. Και αν κάποιος με πείραζε γιατί ήμουν ωραίο κορίτσι αμέσως έκανε τη διορθωτική κίνηση λέγοντας «εντάξει πλάκα κάνω». Επίσης ήταν και ο αδελφός μου στον χώρο που και αυτό έπαιζε σημαντικό ρόλο. Με σεβόντουσαν και δεν έδινα δικαίωμα. Προχωρούσα με την αξία μου οπότε δεν είχα ανάγκη να «δώσω» για να «πάρω».
Σας διέκοψα και δεν ολοκληρώσατε την αφήγησή σας για τη Γιουροβίζιον.
Κάθε χρόνο έστελνα τραγούδι. Το 1979 έστειλα το «Σωκράτη», την «Ντισκοτέκ» αλλά και ένα ωραίο μελωδικό του Γιάννη Σπανού το «Τικ τακ». Με αυτά διαγωνίστηκα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με παίδεψαν. Κέρδισε ο «Σωκράτης» (στίχοι Σώτια Τσώτου, μουσική Δώρος Γεωργιάδης) και έτσι πήγα στην Ιερουσαλήμ. Οι Ισραηλίτες με αγάπησαν, έκανα περιοδεία, συναυλίες. Οταν τελείωσε ο διαγωνισμός με περίμεναν έξω για να με παρηγορήσουν που δεν πήραμε την πρώτη θέση. Μου φώναζαν «Αλφίδα, Αλφίδα» – έτσι διάβαζαν το όνομά μου στη γλώσσα τους. Είχα στεναχωρηθεί, έκλαψα πολύ. Αλλά είναι ένα αγαπημένο τραγούδι.
Το πιο αγαπημένο σας;
Οχι έχω και άλλα, όπως το «Καμιά φορά» που έγραψαν οι ίδιοι δημιουργοί. Το συνδέω με μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή της ζωής μου. Είχαμε χωρίσει για ένα μικρό διάστημα με τον άντρα μου, που είχαμε σχέση τότε και ήμουν κομμάτια ψυχολογικά. Η Σώτη που γνώριζε τι περνούσα μου έγραψε το κομμάτι αυτό. Μπαίνω στο στούντιο για να το ηχογραφήσω με πολύ κλάμα. Οταν το άκουσα δεν έμεινα ευχαριστημένη και ήθελα να το ξαναπώ. Είχα τα ακουστικά στ’ αφτιά μου, σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω μέσα στο στούντιο τον Στάθη που είχε έρθει. Από εκείνη τη μέρα δεν χωρίσαμε ποτέ. Ακόμα όταν το ακούω αυτό το τραγούδι βουρκώνω γιατί σκέφτομαι εκείνη τη σκηνή.