«Το βλέμμα του Παπαδημητρίου δίνει νόημα στο χάος, ενώ καταπολεμά τον τρόμο κατά τη διάρκεια μιας όλο και πιο βαριάς μυστηριώδους γαστρεντερολογικής πάθησης. Κατά τη διάρκεια της ταινίας γίνεται μέρος μιας περφόρμανς με την πιο κινηματογραφική κολονοσκόπηση στον κόσμο. Αυτή η ταινία είναι ένα καταραμένο αριστούργημα». Ετσι αποτιμά τη συμμετοχή του Μάκη Παπαδημητρίου στην ταινία του Πίτερ Στρίκλαντ «Flux Gourmet» ο Τζόρνταν Χόφμαν και τον συμπεριλαμβάνει στη λίστα του «Vanity Fair» με τις καλύτερες κινηματογραφικές ερμηνείες της χρονιάς.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η εξαιρετική ερμηνεία του Μάκη Παπαδημητρίου απασχόλησε τον διεθνή Τύπο. Ο «Guardian» το 2018 είχε γράψει ότι θα έπρεπε να είναι υποψήφιος για Οσκαρ, για την ερμηνεία του στο «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Ο Μάκης Παπαδημητρίου παραμένει ψύχραιμος και εξηγεί: «Προφανώς και με τιμά η αναφορά από το “Vanity Fair”. Αλλά είναι απλώς η άποψη ενός ανθρώπου που γράφει σε ένα Μέσο. Δεν είναι κάποια βράβευση». Με αυτό το σκεπτικό άλλωστε ο σπουδαίος ηθοποιός αντιμετωπίζει και τις αρνητικές κριτικές. «Οπως δεν δίνω σημασία στην υποκειμενική άποψη ενός ανθρώπου που ίσως να μην του αρέσει αυτό που κάνω, η δουλειά μου γενικότερα, με τον ίδιο τρόπο στέκομαι απέναντι και στις θετικές. Από ένα δημοσίευμα δεν μπορώ να καβαλήσω το καλάμι και να λέω “α, κοίτα τι έκανα”».

Το φιλμ γυρίστηκε στο Γιορκ της Αγγλίας το καλοκαίρι του 2021. Η ιστορία αφορά ένα ινστιτούτο που κάνει residence σε μπάντες που έχουν έναν ιδιαίτερο ήχο – τις φιλοξενεί για μια-δυο εβδομάδες. Το ινστιτούτο αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο αφιερωμένο σε πειραματισμούς πάνω στην τέχνη και ανήκει σε μια πλούσια κυρία. «Υποδύομαι εκείνον που κρατά ημερολόγιο για το τι συμβαίνει κάθε μέρα, παίρνω συνεντεύξεις από τους μουσικούς που συμμετέχουν. Μια από τις μπάντες που ήρθε – σύμφωνα με το σενάριο – δημιουργεί μουσική, ήχους, από φαγητά που μαγειρεύονται. Κάποια στιγμή αντιμετωπίζω γαστρεντερικά προβλήματα και τελικά γίνομαι πειραματόζωο της μπάντας. Προσπαθεί μάλιστα, όταν διαπιστώνεται το πρόβλημά μου, να δημιουργήσει ήχους από τα γαστρεντερικά προβλήματά μου».

Οι διάλογοι βεβαίως είναι στα αγγλικά, αλλά όλη την ταινία τη διατρέχει και ένα voice over. «Ο Πίτερ – ο σκηνοθέτης – ήθελε να το κάνουμε στα ελληνικά διότι έχει μια αγάπη στην Ελλάδα. Αλλωστε έχει μια σύνδεση με την Ελλάδα, αφού η μητέρα του είναι Ελληνίδα. Του αρέσει ο ήχος της γλώσσας. To voice over το δοκιμάσαμε στα αγγλικά και στα ελληνικά, και τελικά τού άρεσε η τελευταία εκδοχή».

Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, παρουσία του σκηνοθέτη, και μέσα στον χρόνο θα φιλοξενηθεί σε κάποιες κινηματογραφικές αίθουσες.