Είχε τρέξει με τα γεροντικά ποδάρια του στο μονοπάτι πάνω απ’ την Αθήνα, την πελώρια πολιτεία. Είδε την πόλη από τη μια, τα αμέτρητα κουτάκια να λάμπουν στον ήλιο, το ξεδοντιασμένο βουναλάκι απέναντι. Επειτα πήρε το άλλο μονοπάτι και είδε τις εξοχές και, πέρα, τη θάλασσα. Ενα βουητό ερχόταν απ’ τη μεγάλη λεωφόρο: οι άνθρωποι, συμπέρανε, ξύπνησαν πια στη νέα χρονιά. Τώρα ξαποσταίνει πλάι στον μοναστηρίσιο τοίχο. Γλυκά που πέφτει ο ήλιος!
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ