Tο 1989, μετά την κατάρρευση του κομουνισμού, η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση. Με τη συμμετοχή της στη νικήτρια πλευρά του Ψυχρού Πολέμου, είχε καταφέρει να ξεφύγει από το βαλκανικό, οπισθοδρομικό παρελθόν της και να βρεθεί στον πυρήνα της ΕΕ. Θα κατάφερνε να διατηρήσει τη διαφορά της με τους βαλκάνιους γείτονες και τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή θα γύριζε στην παλιά, «κακόφημη» γειτονιά, ανταγωνιζόμενη τη Βουλγαρία, την πρώην Γιουγκοσλαβία ή τη Ρουμανία;

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Η χώρα έμπλεξε με το Μακεδονικό και την ονομασία μιας διπλανής χώρας, για να μετατραπεί από υποψήφια πρωταγωνίστρια της περιοχής σε μέρος των βαλκανικών διενέξεων. Τα επόμενα χρόνια, ένα σαθρό μοντέλο ανάπτυξης στηριγμένο στην κατανάλωση και τον εξωτερικό δανεισμό, υπονομευμένο από τη χρόνια διαφθορά και την κακοδιαχείριση της ΝΔ το 2004 – 2009, θα καταλήξει στη χρεοκοπία και την αποδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος.

Μετά μια σειρά πολιτικές περιπέτειες, θα φτάσουμε στη διακυβέρνηση 2015 – 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντικειμενικά, η ιστορική συμβολή του είναι στη διατήρηση του δημοκρατικού συστήματος, το οποίο κινδύνευε από τη ναζιστική Ακροδεξιά, η επίλυση του Μακεδονικού, η επώδυνη έξοδος από την επιτήρηση των δανειστών, όπως επίσης η μεσοπρόθεσμη τακτοποίηση του εξωτερικού χρέους και των δημοσιονομικών μεγεθών, με το επονομαζόμενο «μαξιλάρι Τσακαλώτου».

 Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διέθετε στρατηγικό σχέδιο για τη συνολική ανασύνταξη της χώρας, ακόμη και αν μπορούσε να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο στις συνθήκες ασφυκτικού εξωτερικού ελέγχου. Το ιστορικό αυτό καθήκον ανήκε στη διάδοχη κυβέρνηση της ΝΔ, που υποσχόταν ένα μοντέρνο σύστημα διακυβέρνησης και ανάπτυξης.

Μετά από 3½ χρόνια, το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. Οι οικονομικοί δείκτες παραμένουν, σχεδόν σε όλους τους τομείς, χαμηλότεροι από αυτούς πριν από τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση διαθέτει ασφαλώς τα ελαφρυντικά τής χωρίς προηγούμενο επιθετικής ρητορικής εκ μέρους της Τουρκίας και της πανδημίας, την οποία όμως εκμεταλλεύτηκε για την ανάπτυξη ενός συστήματος πελατειακών σχέσεων.

Από τον αριθμό – ρεκόρ των απευθείας αναθέσεων και τη διαβόητη λίστα Πέτσα έως τα σκάνδαλα βουλευτών της ΝΔ, η διαφθορά έχει απογειωθεί. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η πολιτική, συνταγματική και ηθική κρίση που εξακολουθεί να προκαλεί το σκάνδαλο υποκλοπών και παρακολουθήσεων δημοσιογράφων, ευρωβουλευτών, αλλά ακόμη και υπουργών της κυβέρνησης ή επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ στη διεθνή κατάταξη για την ελευθερία των ΜΜΕ, αλλά στην πρώτη στους θανάτους από Covid, στην ανεργία των νέων, την ακρίβεια και την τιμή της βενζίνης. Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι, πάνω από́ 50%, από́ τον μέσο όρο της ΕΕ, καταλαμβάνοντας την 5η θέση από́ το τέλος, μεταξύ́ των 27 κρατών – μελών, λίγο καλύτερα από τις βαλκανικές χώρες εντός ΕΕ (Ρουμανία, Βουλγαρία). Οι περισσότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες προσπέρασαν. Επιστρέψαμε στη γειτονιά.

Από το δημογραφικό μέχρι το brain drain, τα στρατηγικά προβλήματα της χώρας δεν αντιμετωπίζονται από την κυβερνητική πολιτική της «φθηνής ανάπτυξης», που διατηρεί το παλιό χρεοκοπημένο παραγωγικό μοντέλο. Απαιτείται μια προοδευτική κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης που θα επιλύσει τα άμεσα προβλήματα, τη φτωχοποίηση του πληθυσμού, το σύστημα υγείας, τη διαφθορά και τη Δικαιοσύνη και θα βάλει τις βάσεις για ένα άλλο μοντέλο υγειούς και πράσινης ανάπτυξης, με περισσότερη δημοκρατία και δικαιότερη κατανομή του εθνικού πλούτου.

Ο Στέλιος Κούλογλου είναι ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ