Λίγες ημέρες μετά το «θρίλερ» που έλαβε χώρα με αφορμή την επίσκεψη κλιμακίου της ΑΔΑΕ σε πάροχο κινητής τηλεφωνίας για να διαπιστωθεί η παρακολούθηση του ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλογλου, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος με μια πολυσέλιδη γνωμοδότησή του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών που ζητούν να ενημερωθούν εάν είναι «στόχοι» παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, και ούτε μπορεί να απευθύνεται για άντληση τέτοιων στοιχείων σε παρόχους κινητής τηλεφωνίας.

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος προχώρησε στη γνωμοδότηση αυτή ύστερα από αίτημα του παρόχου κινητής τηλεφωνίας σταθμίζοντας ότι πρόκειται για νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος «το οποίο δικαιολογεί την έκδοση της παρούσας γνωμοδότησής μας, συνίσταται στο γεγονός ότι από το πλέγμα του συνόλου των διατάξεων της νομοθεσίας σχετικά με την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας συναρθρώνονται η προστασία τόσο της εθνικής ασφάλειας όσο και των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών εκείνων εις βάρος των οποίων έχει επιβληθεί το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, των οποίων ούτε ο αριθμός ούτε η ταυτότητα είναι δυνατόν να προσδιοριστούν εκ των προτέρων».

Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός προσεγγίζει την υπόθεση αυτή, που έχει ήδη προκαλέσει οξεία πολιτική αντιπαράθεση, υπό το πρίσμα του πρόσφατου νόμου για τη «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», γνωμοδοτώντας ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών ενημέρωσης για παρακολούθησή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς, όπως υπογραμμίζει, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει πλέον σε Τριμελές Οργανο, που συγκροτείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και έχει «κυριαρχικό ρόλο».

Επιπλέον, η ΑΔΑΕ, σύμφωνα με το περιεχόμενο της 19σέλιδης εισαγγελικής γνωμοδότησης, δεν χρειάζεται να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους καθώς, όπως αναφέρεται, έχει στη διάθεσή της όλες τις διατάξεις για άρση απορρήτου είτε πρόκειται για παρακολουθήσεις της ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας είτε για παρακολουθήσεις που διατάσσονται για τη διακρίβωση εγκληματικών πράξεων.

Με βάση αυτή την προσέγγιση, σύμφωνα με τον ανώτατο εισαγγελέα, μόνο ο θιγόμενος πολίτης έχει δικαίωμα να ενημερωθεί αν το τηλέφωνό του είχε τεθεί υπό παρακολούθηση, μετά την παρέλευση τριετίας, αν η απόφαση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο ελήφθη η απόφαση αυτή. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι με επιστολή του προς τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας έχει ζητήσει να ενημερωθεί ως πολιτικός αρχηγός για περιπτώσεις άρσης απορρήτου που αφορούν πολιτικά πρόσωπα, δικαστικούς, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και δημοσιογράφους.

Μάλιστα, ο Ισίδωρος Ντογιάκος στη γνωμοδότησή του περιγράφει και το πλαίσιο των ποινικών κυρώσεων για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, χωρίς να εξαιρείται από αυτές η ΑΔΑΕ, στην οποία, σημειώνει, ο νομοθέτης δεν έδωσε «λευκή επιταγή».

Είναι πρόδηλο, υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων, ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ «λευκή επιταγή. Ειδικότερα, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίστανται στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών».

…και η απάντηση του προέδρου

της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου

Εξόφθαλμα αντισυνταγματική για τον «πυρήνα» της ανεξαρτησίας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών χαρακτηρίζει με δήλωσή του ο πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής, επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Χρήστος Ράμμος, τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου.

Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, επικαλούμενος το Σύνταγμα, υπερασπίζεται την ουσιαστική ανεξαρτησία της Αρχής που υπηρετεί και όχι την καθιέρωσή της μόνο στα χαρτιά επισημαίνοντας: «Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, αλλά σύμφωνα και με τα ισχύοντα ευρύτερα στα κράτη του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στα οποία ανήκει η χώρα μας, ο θεσμός των ανεξάρτητων Αρχών προϋποθέτει την πραγματική και όχι απλώς στα χαρτιά ανεξαρτησία της λειτουργίας τους και δεν είναι συμβατός με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών υπό κηδεμόνευση ή καθ’ υπαγόρευση».

Με την τοποθέτησή του χαράσσει αυστηρή διαχωριστική γραμμή έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας άσκησης προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας της ΑΔΑΕ.

«Η ρητή, κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος, συνταγματική κατοχύρωση της ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητης Αρχής, διασφαλίζουσας μάλιστα το απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, έχει την έννοια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει επί της εν λόγω Αρχής οιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας (εντολή, κατευθυντήρια ερμηνευτική οδηγία κ.λπ.)», επισημαίνει ο κ. Ράμμος. Και με βάση το Σύνταγμα στρέφει τα πυρά του στον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος προηγουμένως με τη γνωμοδότησή του είχε θέσει και ζήτημα ενδεχόμενων ποινικών κυρώσεων για την ΑΔΑΕ σημειώνοντας τα εξής: «Ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου δεν δύναται, επικαλούμενος τη γενική αρμοδιότητά του, να γνωμοδοτεί επί “νομικών ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος”, να διατυπώνει γνώμη επί της ερμηνείας και εφαρμογής διατάξεων που αφορούν τις συνταγματικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, απευθύνοντας σε αυτήν κατευθυντήριες οδηγίες και απειλώντας μάλιστα με πρωτοφανή τρόπο τα μέλη της με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις, αν ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους με τρόπο διαφορετικό από τον από αυτόν υιοθετούμενο».

«(…) Η επίμαχη γνωμοδότηση του κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πέρα από το γεγονός ότι νομικά δεν έχει παραγάγει καμία απολύτως δέσμευση (ως γνωστόν, δέσμευση στην ελληνική έννομη τάξη παράγουν μόνο οι δικαιοδοτικές αποφάσεις των δικαστηρίων), παραβιάζει εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ, η οποία μέχρι σήμερα είχε πάντοτε γίνει σεβαστή», συμπληρώνει ο κ. Ράμμος θέτοντας ευθέως υπό αμφισβήτηση τη συνταγματικότητα της γνωμοδότησης του κ. Ντογιάκου.

Τέλος, ο Χρ. Ράμμος, υπό το πρίσμα τόσο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) όσο και του Συντάγματος, χαρακτηρίζει προβληματική τη ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 4 του Ν. 5002/2022 «σχετικά με το ειδικό ζήτημα της ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας», επισημαίνοντας ότι ακόμα και αυτή «ουδόλως περιορίζει τις γενικές αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 παρ. 1 του ειδικότερου, εκτελεστικού του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος, Νόμου 3115/2003».