Στο δεκάλεπτο για να συνέλθω που μου συνέστησε η ευγενέστατη νοσοκόμα μετά τον εμβολιασμό, τον Δ’ παρακαλώ, άνοιξα το κινητό κι έκανα μια βόλτα στις ειδήσεις. Στην είδηση μάλλον, γιατί μία ήταν η είδηση τις τελευταίες μέρες. Ο θάνατος του πρώην και το πώς και πού θα γίνουν η κηδεία και η ταφή, έξω και μακριά. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω απολύτως όλο αυτό το νταβαντούρι. Δεν συμπάθησα ποτέ ούτε τον τεθνεώτα ούτε τον θεσμό. Αλλά, βρε παιδί μου, ήταν αρχηγός κράτους για μια περίοδο (φριχτή, είναι η αλήθεια, και την πληρώσαμε ακριβά), πώς να το κάνουμε τώρα; Δόξα τω Θεώ, δημοκρατία έχουμε και δεν κινδυνεύει από καμία τελετή κανενός πρώην και κανενός εκπτώτου. Κι από την άλλη όλη αυτή η αναδρομή στην ιστορία της ζωής του περισσότερο φουντώνει τον μύθο του παρά τον στηλιτεύει. Και να οι γάμοι, και να τα μετάλλια στους Ολυμπιακούς κι από δίπλα τα Ιουλιανά, όλα στο ίδιο τσουβάλι.
Είδα μια φωτογραφία από εκείνο τον μαύρο Ιούλη κι όρμησαν μνήμες, εικόνες και αρώματα ξεχασμένα χρόνια τώρα. Θα πήγαινα για τελευταία χρονιά στο Γυμνάσιο, Λύκειο τώρα, κι είχαμε εκδράμει με τρεις συμμαθητές φίλους στην Υδρα, θυμάμαι, για κάνα δυο μέρες. Ημαστε βράδυ στη Λαγουδέρα, την περίφημη, και κάναμε τους άνετους ψιλοπίνοντας ένα θεόπικρο βερμούτ, τρώγαμε και φιστίκια, ώσπου ήρθε εκεί ένα γκαρσόνι ντυμένο ναύτης γιαλαντζί και μας έφερε μια τεράστια φυλλάδα από σκληρό χαρτόνι να γράψουμε, λέει, τη γνώμη μας για το κατάστημα. Πήρε πρώτος ο Τάκης να καταθέσει τις εντυπώσεις του επί χάρτου και τι έγραψε ο επαναστατημένος νέος;
«Για έναν μόνο λόγο δεν θα ήμουν απόψε στη Λαγουδέρα. Για να είμαι στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα». Μας το διάβασε κιόλας καμαρώνοντας. Ο Στράτος, από δίπλα, μεγάλο πειραχτήρι, «και για δε πας; Ποιος σε κρατάει, που μας μοστράρεσαι για παρτιζάνος με το βερμούτ στο χέρι;». «Πάω, ρε, αύριο πρωί παίρνω το δελφίνι σούμπιτος κι άμα είστε μάγκες ελάτε μαζί». Εμείς μόνο μάγκες δεν ήμαστε, αλλά είχαμε φιλότιμο ανάλογο με την ηλικία μας βέβαια, αλλά φιλότιμο. Και φύγαμε κι οι τρεις το άλλο πρωί.
Το απόγευμα κατεβήκαμε στο Σύνταγμα. Να γίνεται χαμός, εκεί που μαζευόμαστε κι αρχίζαμε τα συνθήματα, να μπουκάρουνε οι μπασκίνες (μετά, πολύ μετά, μετονομάστηκαν σε μπάτσους) με τα κλομπ κι εμείς να τρέχουμε σαν τις μύγες σε κλειστό μπουκάλι. Σε μια δόση πάμε απ’ τη Σταδίου να μπούμε στη στοά του Μπραζίλιαν, αλλά κάποιος φώναξε «όχι σε στοά, όχι σε στοά», κάνουμε τα πίσω μπρος να κατεβούμε προς Ομόνοια, να έρχονται καταπάνω μας άλλο λεφούσι με ένστολους, στρίβουμε Κολοκοτρώνη και μπαίνουμε Νίκης τώρα ήτανε; Βουλής; Δεν θυμάμαι. Τρέχοντας δοκιμάζαμε μια μια τις πόρτες απ’ τις πολυκατοικίες να βρούμε κάποια ανοιχτή να τη χωθούμε. Η τρίτη άνοιξε, μπήκα μαζί με ένα άγνωστό μου ζευγάρι, την ίδια ηλικία και μυαλά με εμένα, και κατεβήκαμε τα σκαλιά του υπογείου λαχανιασμένοι και καταϊδρωμένοι, βλέπεις πύρωνε θείος Ιούλιος μήνας, τα αγόρια βγάλαμε τα πουκάμισα, το κορίτσι έκανε να ξεκουμπώσει το μπλουζάκι του, ο νεαρός τής έριξε μια ματιά κι αυτή άφησε το τρίτο κουμπωμένο. Ακούγαμε φωνές έξω, ποδοβολητά, πυροβολισμούς, σειρήνες, αγκαλιαστήκαμε κι οι τρεις τρέμοντας. Δεν μιλούσαμε καθόλου, ούτε ονόματα δεν είπαμε. Κάποια στιγμή το κορίτσι είδε λίγο αίμα στον λαιμό του αγοριού της και δεν ξέρω πώς, γιατί, άρχισε να του το φιλάει και μετά σιγά σιγά να γλείφει το αίμα. Η στιγμή ήταν ιερή. Βουβή, ιερή και αιωρούμενη. Σφιχτήκαμε πιο πολύ κι οι τρεις ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι άρχισε ένα τρισυπόστατο φιλί στο στόμα, φιλί απεγνωσμένο, βαθύ και βιδωτό, σαν να θέλαμε να σώσουμε τη Ζωή κόντρα στον Θάνατο. Ετσι μας πήρε ο ύπνος. Το ξημέρωμα μας ξύπνησε ο ήχος που χτυπάγανε με δύναμη οι θυρωροί τα τεράστια πατάκια της εισόδου. Βγήκαμε σιγά σιγά αμίλητοι για τον φόβο των Ιουδαίων κι αποχωριστήκαμε χωρίς καμία λέξη, κανένα βλέμμα. Σαν ένοχοι και σαν δικαιωμένοι.
Δυο χρόνια μετά, τους είδα στο Στούντιο Τρικόρφων, εκεί που είναι τώρα το Θέατρο Πορεία. Επαιζε ταινίες τέχνης, είχα πάει να δω το «Made in USA» του Γκοντάρ, τίποτα δεν κατάλαβα, αλλά ήμουν ενθουσιασμένος, κι εκεί στο διάλειμμα τους έπιασε το μάτι να κάθονται αγκαλιασμένοι. Με είδαν κι αυτοί. Κάναμε κι οι τρεις σαν άλλοι. Οτι δεν ήμαστε εμείς. Και μπορεί να είχαμε και δίκιο. Δεν ήμαστε εμείς. Εξω από εκείνη τη στιγμή στα σκαλιά της πολυκατοικίας, ήμαστε Αλλοι. Ή μάλλον δεν υπήρχαμε. Απόντες της ζωής.