Είναι οξύμωρο να μιλάμε για διαφορές εντός του είδους. Ούτε κάποιος άλλος ήλιος ανατέλλει κάπου, ούτε υπάρχει φυλή με τρία μάτια. Στις μέρες μας δε που είναι τόσο ολοφάνερη η παγκόσμια ψευδοπολιτιστική σύγκλιση, ακόμα και οι τυπικές διαφορές μεταξύ των εθνών είναι ασήμαντες. Πόσω μάλλον μεταξύ των Αθηνών και της επαρχίας. Με τις ποικίλες ωσμώσεις η Αθήνα είναι πια ένα τερατώδες χωριό, οι επαρχιακές πόλεις μικρές Αθήνες και τα χωριά προάστιά τους. Το κινητό τηλέφωνο, η τηλεόραση, η πιστωτική κάρτα και κάποια λαϊκίστικη, κατά κανόνα, κυβέρνηση κανοναρχούν πλέον τον βίο. Οι πιο συνήθεις δε εικόνες σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη είναι ο μαζικός τουρίστας, ένα κορίτσι με ανασηκωμένο φρύδι να τραβολογάει ένα δυστυχές σκυλάκι και κάποιος που βαδίζει με τον καπουτσίνο στο χέρι. Μοτίβο δε η κατήφεια.

Στα χωριά που μέχρι προσφάτως ήκμαζαν, οι άνθρωποι είχαν πάμπολλες δεξιότητες. Με τα χέρια τους κέρδιζαν την βιωτή τους. Με μόχθο και τραγούδι έπλαθαν την ζωή τους, μέρα την μέρα, μέσα σε γόνιμες, παρηγορητικές βεβαιότητες. Δεν ήταν άτομα, ήταν πρόσωπα, υπό την σκέπη της υπέρτερης κοινότητας στην οποία υπάκουαν. Υπακοή που διεύρυνε την ελευθερία τους, έκανε ρέουσες τις μεταξύ τους σχέσεις και τους χάριζε νήδυμο ύπνο. Τα άγρια, δυσυπότακτα ένστικτα ξεμύτιζαν μεν αλλά ουδέποτε στα χωριά ακούστηκαν οι τερατουργίες που σήμερα ακούμε κάθε τόσο. Και το στόμα, στόμα είναι πιο δυνατό από κάθε τηλεόραση.

Την πρώτη δε φροντίδα, αλλά και τον πρώτο λόγο τα είχαν οι ανήμποροι και οι γέροντες. Σε αντίθεση με την σημερινή άμορφη κοινωνία που όποιος δεν είναι πρωτίστως αρσενικός, νέος, ρωμαλέος, όμορφος και εύπορος τελεί, με διαβαθμίσεις, υπό κακολογία και περιφρόνηση. Ούτε είχε ψηλώσει ο νους των χωριανικών ανθρώπων. Η βαθύτατη παρηγορία της πίστεως, του ουρανού, αλλά και η παραμυθία των παραφυσικών μύθων τους ήταν στο προσκεφάλι τους, διατηρούσαν αρμονικούς τους κτύπους της καρδιάς.

Ενα ξερόχορτο ήταν πιο μαγικό και αξεκλείδωτο κι απ’ το πιο περίπλοκο ανθρώπινο μπιχλιμπίδι. Πόσω μάλλον η ακαταπαύστως ρέουσα και εναλλασσόμενη τριγύρω τους φύση. Χειρότευκτη και πεζοπορούσα ζωή που τους χάριζε μέσα από ζυμώσεις αιώνων, στόμα το στόμα, έναν αξεπέραστο γλωσσικό τρόπο. Εξέφραζαν πλήρως στο καθημερινό παιγνιώδες θέατρο του χωριού, με υψηλότατη ποίηση, πάλι και πάλι, τις πιο μύχιες γωνίες της ψυχής τους. Δεν είχαν δε συνείδηση αυτού του γλωσσικού πλούτου, κατάσταση που επέτεινε την ομορφιά της. Απλώς στην γύρω τους ηχητική πανδαισία αντιπρόσφεραν κι αυτοί τα λογάκια τους. Λογάκια που πλάστηκαν καθ’ ομοίωσιν των φυσικών ήχων. Δεν ήξεραν τι θα πει διακοπές. Δεν υπήρχε λόγος να διακοπεί αυτή η χαρίεσσα πληρότητα, του μικρού, ούτως ή άλλως, ανθρώπινου βίου.

Ομως σχεδόν αδιαλείπτως στόλιζαν την ζωή τους ποιητικά έθιμα – λαβές που υπέτασσαν τον χρόνο και τραγουδιστές γεωργοθρησκευτικές γιορτές. Ουρανός, γη και άνθρωπος ένα σφιχτοδεμένο σώμα. Ούτε μάταιες διερωτήσεις, ούτε στείρες αμφιβολίες. Ολον αυτόν τον τρόπο κάπου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα ονομάσαμε – ίσως πρώτη και τελευταία φορά με πανεθνική ομοψυχία – βλάχικα κι ας με συγχωρήσουν οι βλάχοι με τον βαθύ πολιτισμό τους. Και με βήμα ταχύ, ως χαρούμενα μικρά παιδιά περάσαμε στον πολιτισμό, στην πρόοδο. Περάσαμε στην τρέχουσα εμετική γλώσσα με τους αφόρητους πια αγγλισμούς, πώς να τους πω, με τις αφελείς πρωτοτυπίες του τύπου καλή συνέχεια, καλή απόλαυση, καλή θέαση και εσχάτως καλές γιορτές. Γλώσσα επιτηδευμένη, κατασκευασμένη, άμουση, που επιβάλλεται απ’ το ψευδοσχολείο, χωρίς την μεσολάβηση του σώματος.

Δεν γεννηθήκαμε για να περάσουμε τα καλύτερα χρόνια μας στα ευνουχιστικά σχολεία τους, ούτε για να μάθουμε κάτι – ένα μαθαίνουμε, χίλια κρύβονται – αλλά για να γελάσουμε, να κλάψουμε, να θαυμάσουμε και να γλυκαθούμε. Αυτός που θεωρεί πως κάτι θα μάθει απ’ το απέραντο μυστήριο, ομοιάζει με τον μωρό που επιχειρεί να αδειάσει τον ωκεανό σε μια γουβίτσα στην ακροθαλασσιά. Αντιπαραβάλλετε τον λόγο μιας απ’ τις τελευταίες πια αγράμματες χωριάτισσες με τον λόγο ενός πολυχρονίως πεπαιδευμένου. Η μεν πρώτη θα γεμίσει τον νου μας μάγια και θαύματα και με την απλούστερη φράση της, ο εγγράμματος θα προκαλέσει βαθιά χασμουρητά. Εφ’ όσον δεν φτιάχνουμε πια τίποτα με τα χέρια μας, δεν έχουμε επαφή με τον ουρανό και το άλογο, μοιραίως καταστράφηκε και η μήτρα δημιουργίας αυτής της εικονοφόρου γλώσσας.

Μας αποστέγνωσε ο ορθός – και εσχάτως ο πολιτικά ορθός – λόγος. Σαν να μάθαμε καμμιά απαρασάλευτη αλήθεια και πια πορευόμαστε με γνώμονα αυτήν. Δεν μπορεί το αθηναϊκό γλωσσικό μόρφωμα που εκτόπισε τις πάμπολλες εθνικές μας γλώσσες που υπήρχαν σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, να ελευθερώσει τον εσωτερικό κόσμο μας. Κόσμος που πια λιμνάζει και σαπίζει ανέκφραστος ή επιπόλαια εκφρασμένος. Δεν μπορεί γιατί προέκυψε από μια ψευδεπίγραφη μαζική εκπαίδευση και όχι απ’ την ζύμωση της ζωής. Είναι γλώσσα γλυκερή, με παιδαριώδη ποιητικότητα και απλοϊκό μεταφορικό λόγο. Μόνο το ξύλινο αριστερό κατασκεύασμα με ‘κείνα τα καταγέλαστα πλέρια μπορεί να παραβληθεί μαζί της. Σημειωτέον, οι πάμπολλες εθνικές μας γλώσσες είχαν έναν κορμό. Τα κλαριά διέφεραν. Πλούτος.

Μια διαρκής ευτελής Κυριακή πια η ζωή μας χωρίς τις παραμυθητικές λαβές των εθίμων, της γλώσσας, της πίστεως, του σωματικού κάματος και της κοινοτικής στέγης. Χωρίς πια επί της ουσίας καμμίας υποχρέωσης. Πλέον καταστήσαμε προσωπικότητες τα μικρά παιδιά. Αρκεί να σκεφτείτε τα ονόματα που τα βαφτίζουν οι χθεσινές βοσκοπούλες και τα αγροτόπαιδα με τον ασυγκράτητο πλέον εγωκεντρισμό τους. Ως και Απόλλωνα άκουσα να φωνάζουν ένα παιδάκι. Οι τελετές βαπτίσεως – που τις ονομάζουν κιόλας θεματικές – είναι αλλόκοτα πολυτελείς. Σαν να βαπτίζεται γόνος πριγκιπάτου.

Αυτή η συνεχής κολακεία, απ’ την γέννα τους ακόμα, των παιδιών και των νέων, τους δημιουργεί αφόρητη σύγχυση. Είναι παγιδευμένοι σε μια συνεχή βασανιστική μέριμνα εαυτού, σε μια αδιάκοπη πάλη επικρατήσεως, μια αδιάκοπη αγωνία προς κάποια τέλεια ζωή που διαρκώς παρελκύεται σε κάποιο μέλλον. Ποτέ διαθέσιμοι για την χαρά του παρόντος ή μάλλον κάποιες φορές ψευτοδιαθέσιμοι.

Η μόνη κοινότητα πια είναι ο περίκλειστος κόσμος της απαιτητικής, αγχογόνου οικογένειας. Κοινότητα που αντί να τους απελευθερώσει σφίγγει πιο σφιχτά τα λουριά στον λαιμό. Ετοιμοι αυτοί οι νέοι στην παραμικρή ανατροπή της συνεχούς καλοκαιρίας να μπουν σε ποινικές συμμορίες ή σε ακραίες πολιτικές που είναι σχεδόν το ίδιο. Χωρίς όρια, χωρίς δυσκολίες βιωτής, οι αντιστάσεις τους ξεχαρβαλώθηκαν. Διαγράφουν απέλπιδες τροχιές στο ατομικό τους χάος. Εξέλιπε πια η στέγη κάποιας δοκιμασμένης στους αιώνες κοινότητας που τα υπερέβαινε και τα προστάτευε. Και από τι λαβές πια να κρατηθούν; Απ’ την οικογένεια που τους συνιστά πόλεμο εναντίον των πάντων; Απ’ τον σκοτεινό κόσμο των σμαρτ φον; Απ’ την εμετική τηλεόραση; Ή απ’ τον αρχικόλακα που είναι η εκάστοτε κυβέρνηση, με μόνη μέριμνα πια τα επιδόματα και την ποδηγέτηση των υπηκόων; Κράτος ψευδοτροφός, κράτος υποκριτικό, κράτος που πρωτίστως φροντίζει τους εκάστοτε κρατούντες. Είναι πια γενικώς σκληρή η πλήρως απομαγευμένη ζωή σ’ όλη την χώρα. Πάντως στο περιθώριο αυτής της απομαγεύσεως ακόμα η επαρχία είναι χίλιες φορές πιο ανθρώπινη απ’ την πρωτεύουσα.