Το περασμένο Σάββατο, ο Σταύρος Ξαρχάκος, από τους παλαίμαχους του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού της τελευταίας εποχής, κλήθηκε από το ΚΚΕ και έδωσε μια μοναδική συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, σε ένα κατάμεστο και ενθουσιώδες όπως μαθαίνω ακροατήριο. Υπήρχε πολιτικός υπολογισμός στην πρόσκλησή του; Προφανώς, εκλογές έρχονται και κάθε κόμμα ψάχνει κοινό, ιδίως εκτός του χώρου των φανατικών οπαδών, στον ευρύτερο χώρο των ρευστών ταυτοτήτων. Το ΚΚΕ πρόλαβε, ας ήταν έξυπνα και τα άλλα κόμματα να τον φωνάξουν – ιδίως η ΝΔ, της οποίας ο συνθέτης έχει διατελέσει ευρωβουλευτής και η οποία, ως φαίνεται, έχει εκχωρήσει λόγω αδράνειας και αδυναμίας όλο τον χώρο των τεχνών στην αντιπολίτευση. Εν πάση περιπτώσει, το ΚΚΕ απέδειξε ότι γνωρίζει πώς μεταφράζεται ένα τμήμα της λαϊκότητας στο όνομα της οποίας πολιτεύεται. Ο Ξαρχάκος, άλλωστε, ιδίως τα μακρινά χρόνια της δεκαετίας του 1960, πρόλαβε να γράψει τραγούδια συντονισμένα με την αποθέωση της «φτωχολογιάς», των νέων που έσπευδαν στην πόλη από την αγροτική Ελλάδα και ριζοσπαστικοποιούνταν ως συνειδητοί προλετάριοι μέσω του λαϊκού τραγουδιού, σε μια σχολή που την είχε ιδρύσει ο Μίκης Θεοδωράκης ακολουθούμενος κατά πόδας από νεότερους ομοτέχνους του. Τα σουξέ του Ξαρχάκου εκείνου του τύπου («Απονη ζωή», «Φτωχολογιά», «Παράπονο», «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι») εμπεριείχαν το αίτημα ενός μουσικού μοντερνισμού συνδεδεμένου με το όραμα της χειραφέτησης. Και της εξόδου απ’ τη φτώχεια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ