Το 1993 η σκηνή της μόδας του Λονδίνου είχε αρχίσει να συζητά την περίπτωση ενός νεαρού αποφοίτου από την περίφημη σχολή τέχνης και μόδας Central Saint Martins. Θεωρούσαν «παράξενο» τον Χουσεΐν Σάλαγιαν εξαιτίας της συλλογής που παρουσίασε κατά την αποφοίτησή του. Η συλλογή με τίτλο «The Tangent Flows» αποτελούνταν από μια σειρά θαμμένων ενδυμάτων που ξεθάφτηκαν λίγο πριν από την εκδήλωση παρουσίασης της πτυχιακής εργασίας του.
Σε αυτή τη συλλογή ο Σάλαγιαν χρησιμοποίησε τη διαδικασία της οξείδωσης πάνω σε ύφασμα. Η συλλογή του ήταν ρούχα που έμοιαζαν να έχουν αποσυντεθεί και σαπίσει με λεκέδες από χώμα μαζί με κόκκινη σκουριά. Ο Σάλαγιαν είχε χρησιμοποιήσει μεταξωτό ύφασμα και το είχε θάψει μαζί με ρινίσματα σιδήρου σε έναν κήπο για έξι εβδομάδες. Πρόθεσή του ήταν να δείξει στο κοινό τον κύκλο ζωής του ρούχου: πόσο γρήγορα πεθαίνει η μόδα αλλά και πόσο είναι εύκολο να ανακυκλωθεί. Παράλληλα αυτή η διαδικασία της αποσύνθεσης και της ανακύκλωσης έδειξε μία άλλη όψη της ομορφιάς.
Σε μία ανάλογη διαδικασία ταφής στο χώμα υπέβαλε ένα άλλο μεταξωτό φόρεμα που είχε σχεδιάσει ο ίδιος το 1995. Είναι αυτό που παρουσιάζεται στην έκθεση «Νεοκλασικό» στην γκαλερί Rodeo του Πειραιά, σε επιμέλεια Σύλβιας Κούβαλη. Ο Σάλαγιαν για είκοσι χρόνια έδειξε στον κόσμο της μόδας με τη χρήση τεχνολογίας, με έρευνες υλικών και με τις δικές του καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις στις παρουσιάσεις των συλλογών του ότι το ρούχο είναι εργαλείο έκφρασης σύνθετων συλλογισμών και σχολιασμού της πραγματικότητας.
Ενα από τα πιο διάσημα κομμάτια του είναι το φόρεμα «Air Mail» από χαρτί tyvek. Αυτό το πλενόμενο, φορέσιμο, διαδραστικό ένδυμα έχει αφετηρία την αλληλογραφία του τότε που ήταν μικρός και από το οικοτροφείο έστελνε γράμματα στη μητέρα του. Το «Air Mail» παρουσιάστηκε σε πολλές εκθέσεις τέχνης ενώ η Bjork το φορά στο εξώφυλλο του Post, ενός από τα πιο σημαντικά άλμπουμ της δεκαετίας του ’90. Στις αρχές του 2000 ήταν ο πιο εγκεφαλικός στοχαστής ντιζάινερ της μόδας της νέας χιλιετίας. Μέχρι που το σχεδιαστικό έργο του άπλωσε ρίζες προς την τέχνη και οι ιδέες του ξέφυγαν από τις πασαρέλες βρίσκοντας φιλοξενία σε χώρους μουσείων. Τριάντα χρόνια μετά την ριζοσπαστική πρώτη συλλογή του, ο Χουσεΐν Σάλαγιαν, τακτικός παραθεριστής στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και επισκέπτης της Αθήνας, πίνει εσπρέσο στη Δεξαμενή από όπου αρχίζουμε να μιλάμε για προσωπικά βιώματα που μεταφέρουν τα σώματα και τα μηνύματα που προβάλλουν τα ρούχα μας.
«Γεννήθηκα στο Λονδίνο και επιστρέψαμε στην Κύπρο το 1976 με την οικογένειά μου. Εκεί έβλεπα στην τηλεόραση ελληνικά, κυπριακά, τουρκικά, τουρκο-κυπριακά προγράμματα. Βίωνα μία συνθήκη ετερότητας που νομίζω ότι έθρεψε τη δημιουργικότητά μου. Αργότερα με ενδιέφεραν οι υβριδικές ταυτότητες, με το πώς δηλαδή δείχνουν τα πράγματα ενώ δεν είναι αυτή η πραγματικότητά τους. Θα έλεγα ότι και αυτό έχει να κάνει με το σύνορο, γιατί πέρα από μία συνοριακή γραμμή βρίσκεται ένας άλλος κόσμος. Νομίζω ότι τα σύνορα είναι μια μάσκα και ότι πίσω της υπάρχει μία άλλη ζωή που δεν τη βλέπεις. Αυτό συνδέεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα και μπορεί να προκαλέσει μία μορφή περιέργειας».
Επομένως η περιέργεια σου άνοιξε το μυαλό και γι’ αυτό μεγάλο μέρος του έργου σου βασίζεται στην έρευνα και σε ερωτήματα;
Η δουλειά μου έχει να κάνει με αυτό που ονομάζω μοντέρνα ανθρωπολογία, γιατί με ενδιαφέρουν οι συμπεριφορές, το πώς ο περίγυρος επιδρά πάνω στις αξίες μας.
Ποιες οι παρατηρήσεις σου ως μοντέρνου ανθρωπολόγου; Ζούμε σε παράξενους καιρούς;
Σίγουρα είναι παράξενη εποχή. Θα έλεγα επίσης ότι είναι εποχή κάθαρσης. Με την έννοια ότι μας βοηθά να επεξεργαστούμε τη ζωή μας, να καταλάβουμε τι είναι πιο σημαντικό. Νομίζω ότι η εποχή δημιουργεί μεγάλη απομόνωση και φέρνει μοναξιά και κατάθλιψη στους ανθρώπους. Πολλούς τους κάνει να νιώθουν ανασφαλείς και τους ξυπνά αρνητικές σκέψεις. Αν τη δούμε από τη θετική της πλευρά θα έλεγα ότι μας κάνει να συνειδητοποιούμε τι είμαστε. Καθώς δουλεύουμε ασταμάτητα νομίζω ότι ξεχνάμε τον εαυτό μας. Νιώθω ότι τώρα επανασυνδεόμαστε με τον εαυτό μας. Βέβαια για πολύ κόσμο κάτι τέτοιο είναι οδυνηρό, επειδή κάποιοι επιδιώκουν να κάνουν πολλά για να ξεφύγουν από την αλήθεια του εαυτού τους. Δεν νομίζω ότι όλα είναι αρνητικά ή ότι τα πάντα είναι θετικά. Το χειρότερο συναίσθημα που εισπράττουμε από την εποχή είναι η κενότητα. Δεν είναι κάτι αρνητικό που σε προκαλεί να συνειδητοποιήσεις κάτι, αλλά ούτε και κάτι θετικό που σε βοηθά να χαρείς τη ζωή σου.
Χρειάζονται πολλές διανοητικές ασκήσεις για να νιώσει κάποιος άδειος και γαλήνιος;
Στην ανατολική φιλοσοφία υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που σε μαθαίνει να περνάς χρόνο με τον εαυτό σου, για να είσαι μόνος. Νομίζω ότι πολλοί φοβούνται να μείνουν μόνοι τους, ενώ θα πρέπει να το αντιμετωπίσουν. Οσο μεγαλώνουμε τόσο μεγαλύτερα διαστήματα θα είμαστε μόνοι μας. Το βλέπω να συμβαίνει στα πιο ηλικιωμένα άτομα. Γίνονται όλο και πιο μοναχικοί. Θα το έλεγα μοναχικότητα και όχι μοναξιά, γιατί είναι μία επιλεγμένη κατάσταση. Η μοναξιά είναι κάτι διαφορετικό.
Μια που αναφέρθηκες σε αισθήματα κενότητας, πώς είναι η ζωή στο Λονδίνο;
Μεγάλωσα στο Λονδίνο σε καιρούς θα έλεγα εξαιρετικά συναρπαστικούς. Πήγα στο Saint Martins και άντλησα πολλά μέσα από τη δημιουργική ενέργεια εκείνων των χρόνων. Η πανδημία όμως έπληξε άσχημα το Λονδίνο και νομίζω ότι τώρα πια δεν είναι η πόλη που κάποτε υπήρξε. Εγινε μία χρηματαγορά και ένα μέρος οικονομικά απρόσιτο. Αυτό που έχουμε από την ιστορική παράδοση ως ιδέα του Λονδίνου είναι διαφορετικό από τη σημερινή πραγματικότητα. Νιώθω ότι πολύς κόσμος που σπούδασε, έζησε και εργάστηκε στο Λονδίνο τώρα τα καταφέρνει καλύτερα όταν βρεθεί σε άλλα μέρη στην Ευρώπη όπου αισθάνεται ασφαλής και δημιουργικά ελεύθερος. Η Αθήνα νομίζω ότι είναι τέτοιο μέρος. Ή το Βερολίνο όπου διδάσκω ντιζάιν στο Πανεπιστήμιο HWT. Το Λονδίνο μπορεί να δίνει ώθηση στη δημιουργικότητα, όμως κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να την υποστηρίξει. Με όρους μόδας και τέχνης εκεί υπάρχουν ακόμη οι καλύτερες σχολές, γι’ αυτό και όσοι ενδιαφέρονται για αυτά τα πεδία εξακολουθούν και πηγαίνουν στο Λονδίνο για να σπουδάσουν ντιζάιν.
Πώς αναπτύσσεται η δημιουργικότητα μέσα σε έναν τεχνοκρατικό κλοιό;
Η Αγγλία και κατ’ επέκταση το Λονδίνο έχουν αυτόν το αγγλοσαξονικό φιλελευθερισμό που είναι μοναδικός στην Ευρώπη. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορείς πραγματικά να είσαι ο εαυτός σου χωρίς να σε κρίνουν οι γύρω σου. Μπορείς και αισθάνεσαι ασφαλής και αποδεκτός. Αυτό είναι η καλύτερη συνθήκη για καλλιτέχνες και για όποιον θέλει να έχει μία ζωή με φιλελεύθερες αξίες. Θα έλεγα ότι η Αγγλία και το Λονδίνο είναι ένας εξαιρετικός τόπος για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου είτε ως δημιουργός ή με όρους ταυτότητας. Αν όμως επιθυμείς να ξεκινήσεις μία νέα καριέρα δεν νομίζω ότι είναι το ίδιο εύκολο όπως ήταν στο παρελθόν.
Πώς ντυνόμαστε για να ξεπεράσουμε ή για να εκφράσουμε αυτά τα συναισθήματα κενότητας και μοναξιάς που χαρακτηρίζουν την εποχή μας;
Το ντύσιμο έχει να κάνει με την αυτο-αντίληψη, με το πώς βλέπεις τον εαυτό σου. Είναι ο τρόπος που ντύνεσαι και ενδυναμώνεις τον εαυτό σου, τον χαλαρώνεις ή τον απελευθερώνεις. Νομίζω ότι τα ρούχα σε ενδυναμώνουν ακόμα κι αν δεν βλέπεις κανέναν. Ή μπορούν να υπερτονίσουν τον τρόπο που παρουσιάζεις τον εαυτό σου αν βρίσκεσαι με άλλο κόσμο. Τα ρούχα μπορούν να υπογραμμίσουν τις διαφορετικές καταστάσεις που απασχολούν το μυαλό σου. Το ντύσιμο έχει να κάνει με τη γνώση και την κατανόηση που αποκτάς για το σώμα σου και τον νου σου, επομένως ντύνεσαι ανάλογα. Αυτή η γνώση έρχεται με την ωριμότητα. Οι καλύτερα ντυμένοι είναι εκείνοι που δεν ακολουθούν τις τάσεις, γνωρίζουν τις περιστάσεις και ξέρουν τον εαυτό τους. Ενώ αν είναι ντυμένοι διαρκώς με τον ίδιο τρόπο, δεν έχει ενδιαφέρον.
Το να ντύνεσαι πάντα με τον ίδιο τρόπο μήπως χαρακτηρίζει όσους νιώθουν αυτοπεποίθηση;
Ναι, αλλά δεν γίνεται πάντα να έχεις αυτοπεποίθηση, οπότε κάποιες φορές ντύνονται λάθος. Το σημαντικό είναι να δημιουργείς αυτή την άνεση μέσα σου νιώθοντας ευτυχής με αυτό που είσαι. Και αν είσαι άνετος με τον εαυτό σου, αυτό προξενεί τον σεβασμό του άλλου προς εσένα. Δημιουργεί αυτό το cool που κατά τη γνώμη μου έχει να κάνει με το ότι είσαι σε επαφή με τον εαυτό σου και δεν σε νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι, ούτε προσπαθείς να τους ευχαριστήσεις. Το έχω δει σε γιαγιάδες και παππούδες. Το cool συνδέεται με την ατομικότητα. Δεν ακολουθείς τάσεις. Είναι μία στάση, ένα πνεύμα, όχι κάτι φανερό.