Η ζωή ξεπερνά πολλές φορές τη φαντασία και πουθενά αυτό δεν αποδεικνύεται τόσο χρήσιμο όσο στη δημιουργία σειρών και ντοκιμαντέρ, όσο στις συνδρομητικές πλατφόρμες που έχουν διαρκώς ανάγκη να ανανεώνουν το περιεχόμενό τους. Αλλωστε γιατί να πιεστούν σεναριογράφοι για πρωτότυπες ιδέες σε τέτοιες ταχύτητες, όταν τα εγκληματολογικά χρονικά βρίθουν ιστοριών που συναρπάζουν το κοινό;
Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν στραφεί πολλές συνδρομητικές πλατφόρμες, μεταξύ των οποίων και το Netflix, επιλέγοντας ιστορίες που είχαν συνεπάρει το κοινό όταν συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Από τη δίκη του O. Τζ. Σίμπσον που κατηγορούνταν για τη δολοφονία της συζύγου και τη δολοφονία του διάσημου σχεδιαστή Τζιάνι Βερσάτσε, έως πρόσφατα εγκλήματα ή ιστορίες θάρρους και δυσκολιών, οι σειρές και τα ντοκιμαντέρ που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα τείνουν να συγκεντρώνουν την προτίμηση του κοινού. Από τη σειρά «Narcos» που βασίζεται στη βιογραφία του περίφημου εμπόρου ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ έως τη μίνι σειρά με τίτλο «Απίστευτο» που βασίστηκε σε βραβευμένο με Πούλιτζερ άρθρο των δημοσιογράφων Κρίστιαν Μίλερ και Κεν Αρμστρονγκ και αφορούσε μια υπόθεση βιασμού 18χρονης που έχει διαμείνει σε πολλές ανάδοχες οικογένειες και από τη δικαστική σειρά «Οταν μας βλέπουν» που βασίζεται στον βιασμό, το 1989, μιας γυναίκας η οποία έτρεχε στο Σέντραλ Παρκ έως τη σειρά «Ερπετό» που βασίζεται στην πραγματική δράση ενός σίριαλ κίλερ, τα εγκλήματα τροφοδοτούν σταθερά τις παραγωγές.
Πραγματικές ιστορίες
Υπάρχουν όμως και άλλες πραγματικές ιστορίες που μετατρέπονται σε σειρές και μάλιστα επιτυχημένες. Ξεχωρίζει μεταξύ αυτών «Το Στέμμα» («The Crown») με τις ίντριγκες και τα πάθη της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας, η «Αυτοκράτειρα» που περιγράφει τη ζωή της πριγκίπισσας Σίσι, η «Σελένα» για την ιστορία μιας δημοφιλούς λατίνας σταρ της δεκαετίας του 1990 ή ο «Κατάσκοπος», μια πρωτότυπη βιογραφική μίνι σειρά που βασίζεται στην πραγματική ζωή του Ιλάι Κοέν, ισραηλινού κατασκόπου που έδρασε στην ταραγμένη Συρία τη δεκαετία του 1960, και η ιστορία της Αννα Σορόκιν, μιας απατεώνισσας που παρουσιαζόταν ως χρυσή κληρονόμος αριστοκρατικής γερμανικής οικογένειας στη Νέα Υόρκη με το όνομα Αννα Ντέλβι και καταδικάστηκε για απάτη και οικονομικά εγκλήματα το 2019.
Περιπέτειες, ζωές διασήμων ή αληθινά εγκλήματα – ιστορίες από την πραγματική ζωή φαίνεται ότι είναι η τάση που θα μας συνοδεύσει για καιρό ακόμα στις ταινίες που επιλέγουμε. Ιστορίες που δυστυχώς αφειδώς προσφέρονται κάθε μέρα στις ειδήσεις. Οι παραγωγοί θα είναι πάντα εκεί, έτοιμοι να τις εκμεταλλευτούν. Κι εμείς θα διψάμε να μαθαίνουμε περισσότερα για τις απίθανες διαδρομές του ανθρώπινου ταξιδιού.
Οι κολυμβήτριες από τη Συρία
Το καλοκαίρι του 2015 οι αδελφές Σάρα και Γιούσου Μαρντίνι, τότε 17 και 20 ετών αντίστοιχα, εγκατέλειψαν την εμπόλεμη Συρία και επιβιβάστηκαν σε βάρκα μαζί με 18 ακόμα πρόσφυγες από τη Συρία από τα παράλια της Τουρκίας με προορισμό τις ελληνικές ακτές. Στα ανοιχτά η βάρκα έπαθε βλάβη και τα δύο κορίτσια, αθλήτριες κολύμβησης στη χώρα τους, έπεσαν στα παγωμένα νερά και κολύμπησαν σπρώχνοντας τη βάρκα μέχρι που έφθασαν σε παραλία της Λέσβου. Επειτα από μήνες οι αδελφές Μαρντίνι βρήκαν άσυλο στη Γερμανία, όπου συνέχισαν την προπόνησή τους. Η Γιούσου πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο και του Ρίο με την ομάδα των προσφύγων. Η ιστορία τους έγινε διάσημη μέσω της ταινίας «Οι κολυμβήτριες», που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο και τώρα προβάλλεται στην πλατφόρμα. Kάποια στιγμή η Σάρα επέστρεψε στη Λέσβο, όπου ως μέλος μη κυβερνητικής οργάνωσης συμμετείχε στη φροντίδα μεταναστών. Ομως τώρα βρίσκεται κατηγορούμενη για συμμετοχή σε εγκληματικό δίκτυο που διακινεί μετανάστες. Η δίκη ξεκίνησε στο νησί πριν από μια εβδομάδα. Το Τριμελές Εφετείο Λέσβου προχώρησε στην ακύρωση των πλημμεληματικών κατηγοριών της κατασκοπείας, της πλαστογραφίας και της παράνομης ακρόασης ραδιοσυχνοτήτων για τους 24 διασώστες και τους εργαζομένους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και η Σάρα. Η ταινία ακολουθεί την ιστορία των δύο αδελφών από τη Δαμασκό – όπου προπονητής ήταν ο πατέρας τους – μέχρι τη συμμετοχή της Γιούσου στους Ολυμπιακούς. Η δικαστική περιπέτεια της Σάρα στη χώρα μας αναφέρεται στους τίτλους τέλους.
Ο κανίβαλος του Μιλγουόκι
Μέσα στις πρώτες ημέρες προβολής της, τη σειρά «Τέρας: Η ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ» παρακολούθησαν περισσότερα από 56 εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλο τον κόσμο. Αν υπάρχει κάτι πραγματικά σοκαριστικό σε αυτή την ιστορία με στοιχεία κανιβαλισμού, νεκροφιλίας και ομοφυλοφιλίας είναι πως ήταν πραγματική και ότι συνέβη σχετικά πρόσφατα. Ο Τζέφρι Ντάμερ καταδικάστηκε το 1992 σε 999 χρόνια φυλάκισης για τις δολοφονίες 17 ενήλικων και ανήλικων ανδρών από δικαστήριο του Ουϊσκόνσιν. Γεννημένος το 1960 σε εκείνη την πολιτεία ο άνθρωπος που απέκτησε το προσωνύμιο «Ο κανίβαλος του Μιλγουόκι» ήταν ένα παράξενο παιδί. Αυτό τουλάχιστον αφηγήθηκε ο πατέρας του σε συνέντευξη που έδωσε το 2004 στην εκπομπή του Λάρι Κινγκ στο CNN. Ο πρωτότοκος γιος του ήταν ντροπαλός, δεν μιλούσε πολύ, απέφευγε τις περιττές κοινωνικότητες και του άρεσε να συλλέγει νεκρά ζώα, να τους κάνει νεκροτομές, να τα αποκεφαλίζει και να τα τεμαχίζει. Ηδη στην εφηβεία του είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη συλλογή από νεκρούς σκίουρους, για την οποία καμάρωνε.
Ο Ντάμερ, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά μετά τη σύλληψη και την καταδίκη του το 1992, ήταν ένα παραμελημένο από τους γονείς του παιδί με οριακή προσωπικότητα, που εξελίχθηκε σε έναν επικίνδυνο ενήλικα. Τον πρώτο του φόνο τον διέπραξε σε ηλικία 18 ετών το 1978, τρεις εβδομάδες αφού αποφοίτησε από το σχολείο. Πάνω στους νεκρούς άνδρες ο Ντάμερ μπορούσε να εκτονώσει τη σαδιστική, όπως την περιέγραφε, σεξουαλική ορμή του. Στο πρώτο θύμα του δοκίμασε τα στάδια της δολοφονικής μεθόδου που θα τελειοποιούσε στους επόμενους 16 φόνους του. Στραγγαλισμός, σεξουαλική εκτόνωση, διαμελισμός του πτώματος, κανιβαλισμός, διάλυση της σάρκας με οξύ και θρυμματισμός των οστών που κατέληγαν στην αποχέτευση της τουαλέτας.
Ο αρχιμαφιόζος της Κόζα Νόστρα
O Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, αρχιμαφιόζος φυγάς από το καλοκαίρι του 1993, ήταν μέχρι πριν από λίγες ημέρες, όταν και συνελήφθη, ένας από τους πλέον επικίνδυνους κακοποιούς στον κόσμο – γι’ αυτό άλλωστε το Netflix του αφιέρωσε ένα επεισόδιο στη σειρά με τους πλέον καταζητούμενους φυγάδες. Ο αρχηγός της Κόζα Νόστρα συνελήφθη στην ιδιωτική κλινική La Maddalena στο Παλέρμο, την οποία επισκεπτόταν για θεραπείες σχετικά με τον καρκίνο που αντιμετώπιζε, για περισσότερο από έναν χρόνο. Χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Αντρέα Μποναφέντε. Το παρατσούκλι του Ντενάρο, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Καστελβετράνο της Σικελίας το 1962, ήταν «Διαβολίκ». Ο πατέρας του ήταν ένα από τα πιο ισχυρά ονόματα στην Κόζα Νόστρα και ο Ντενάρο ακολούθησε τα βήματά του «χτίζοντας» μια παράνομη αυτοκρατορία εκατομμυρίων ευρώ ξεπλένοντας χρήμα με τα απόβλητα, την αιολική ενέργεια και το λιανεμπόριο. Ο 60χρονος θεωρείται υπεύθυνος για ορισμένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξε η μαφία της Σικελίας. Ανάμεσά τους η δολοφονία με βομβιστική επίθεση των εισαγγελέων Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο.
Ο μαφιόζος στον οποίο αποδίδεται η φράση «θα μπορούσα να γεμίσω ένα νεκροταφείο μόνος μου» ζούσε πολυτελώς με τη βοήθεια συνεργών του, ανάμεσα στους οποίους πολιτικοί και επιχειρηματίες. Το τελευταίο διάστημα είχε απομονωθεί λόγω της δράσης των πληροφοριοδοτών που οδήγησαν στα λουκέτα των επιχειρήσεών του και στη σύλληψη περισσότερων από 100 συνεργατών και συγγενών του.
Μετά τη σύλληψή του ο Ντενάρο μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο και από εκεί σε αεροδρόμιο από το οποίο αναμένεται να μεταφερθεί σε μυστική τοποθεσία μέχρι να καταλήξει σε φυλακή υψίστης ασφαλείας εκτός Σικελίας, όπως συνέβη και με άλλους μαφιόζους που είχαν συλληφθεί στο παρελθόν. Είναι βέβαιο ότι τώρα θα γυριστούν και άλλες ταινίες για τη ζωή του.
Ο απατεώνας του Tinder
Ο Σάιμον Χαγιούτ όταν ήταν 20 ετών διέπραξε απάτες και αποφάσισε να φύγει από το Ισραήλ για να μη δικαστεί. Αλλαξε το όνομά του σε Σάιμον Λεβάιβ, για να θυμίει την οικογένεια των ισραηλινών μεγιστάνων διαμαντιών. Πήγε στη Φινλανδία και άρχισε να χρησιμοποιεί τη γοητεία του για να κλέβει ανυποψίαστες μοναχικές γυναίκες. Το 2015, εξέτισε 2 χρόνια στη φυλακή της Φινλανδίας αφού εξαπάτησε τρεις γυναίκες εκεί και μετά την αποφυλάκισή του το 2017, επέστρεψε στο Ισραήλ και λίγο αργότερα κατευθύνθηκε και πάλι στην Ευρώπη, ξαναρχίζοντας τις απάτες: Οπως περιέγραψε το ντοκιμαντέρ του Netflix έβρισκε γυναίκες στην εφαρμογή γνωριμιών Tinder, τις έκανε να πιστέψουν ότι ήταν ένας πλούσιος κληρονόμος που εργαζόταν σε επιχείρηση διαμαντιών και ξεκινούσε σχέσεις εξ αποστάσεως. Υποτίθεται ότι «ταξίδευε για δουλειές» και ζούσε πολυτελώς, σπαταλώντας κάθε φορά τα χρήματα του προηγούμενου στόχου του. Αφού έβγαινε με μια γυναίκα για λίγο, εξηγούσε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, έστελνε βίντεο με τον «σωματοφύλακά» του να αιμορραγεί και έλεγε στη φίλη του ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει μια πιστωτική κάρτα στο όνομα κάποιου άλλου για να μην παρακολουθείται. Οι γυναίκες του έστελναν πιστωτικές κάρτες, έπαιρναν δάνεια και του έδιναν τεράστια χρηματικά ποσά, για να τον βοηθήσουν. Τους υποσχόταν ότι θα τους τα επιστρέψει – κάτι που δεν γινόταν ποτέ.
Συνελήφθη τελικά από την αστυνομία χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2019 και εκδόθηκε στο Ισραήλ, όπου καταδικάστηκε για κλοπή, απάτη και πλαστογραφία εγγράφων – ήταν εκείνες οι παλιές κατηγορίες του 2011, που δεν σχετίζονται με τα εγκλήματά του σε όλη την Ευρώπη. Καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση, αλλά έπειτα από πέντε μήνες στη φυλακή αφέθηκε ελεύθερος λόγω καλής συμπεριφοράς.