Ταινία-γαργα-ντούας με όλη τη σημασία της λέξης, η «Βαβυλώνα» («Babylon», ΗΠΑ, 2022) είναι, χωρίς καμία αμφιβολία η πιο φιλόδοξη ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ, ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς του Χόλιγουντ, κάτι που φάνηκε από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του «Χωρίς μέτρο» και, κυρίως, από το «La La Land». Αναμειγνύοντας αληθινά πρόσωπα και αληθινά γεγονότα με στοιχεία φαντασίας, η ταινία μάς μεταφέρει στα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου, όταν το Χόλιγουντ μετατρεπόταν στην απόλυτη Μέκκα του· το μαγικό σημείο του πλανήτη όπου τα όνειρα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα, αλλά και το σημείο όπου η κωμωδία και η τραγωδία, ο παράδεισος και η κόλαση έπιναν καφέ στο ίδιο τραπέζι. Θαμπωμένη και την ίδια ώρα θαρρείς τρομαγμένη από την ίδια την ξέφρενη ιστορία του Χόλιγουντ, η «Βαβυλώνα» επιδιώκει να καλύψει τα πάντα· από τον πρωτόγονο αλλά αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο γυρίζονταν κάποτε, προ ομιλούντος, οι ταινίες, την κυριαρχία του παραγωγού, την τρέλα του σκηνοθέτη, τη ματαιοδοξία του ηθοποιού αλλά και τα πάρτι των οργίων που λάμβαναν χώρα σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ο Σαζέλ μοιράζει τη δράση σε τρία πρόσωπα: τον Μάνι (Ντιέγκο Κάλβα), έναν δραστήριο Μεξικανό που από «παιδί για όλες τις δουλειές» προσπαθεί να γίνει μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, να αποκτήσει μια μερίδα του αμερικανικού ονείρου, τη Νάνσι Λα Ρου (Μάργκο Ρόμπι), μια φιλόδοξη, σέξι κοπέλα που προσπαθεί να γίνει σταρ γιατί ξέρει ότι έχει όλα τα φόντα, και τον Τζακ Κόνραντ (Μπραντ Πιτ), έναν ήδη καταξιωμένο σταρ του βωβού τον οποίο οι πάντες προσκυνούν. Η κοινή πορεία αυτών των ανθρώπων, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες τους δίνουν το υλικό για μια αλλοπρόσαλλη ταινία περιόδου που βρίσκεται σε διαρκή, σχεδόν εξαντλητική κίνηση. Ξέφρενο όμως δεν σημαίνει αποκλειστικά ευχάριστο. Απεναντίας, η εισβολή του ήχου στο σινεμά ανέτρεψε τα πάντα και κορυφαίοι σταρ του βωβού που δεν μπόρεσαν να συγχρονιστούν μαζί του οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Ο Σαζέλ δείχνει την αμείλικτη τάση της τεχνολογίας να εξουσιάζει το καθετί με αποτέλεσμα ο αυθορμητισμός που κάποτε γοήτευε τόσο πολύ να παέι περίπατο και η δουλειά του σκηνοθέτη να καθορίζεται από του ηχολήπτη. Σε μια από τις πιο έξυπνες σκηνές της ταινίας βλέπουμε πως μια απλή σκηνή, της εισόδου μιας γυναίκας στο πλατό, έπρεπε να γυριστεί δεκάδες φορές, σε αντίθεση με μια επική σκηνή πλήθους που στην εποχή του βωβού γυριζόταν με τη μία. Oλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν μια αίσθηση άλλοτε γλυκιάς και άλλοτε πικρής νοσταλγίας στη «Βαβυλώνα» που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν η μοίρα του σινεμά είναι πάντα να ανασταίνεται εκεί που αργοπεθαίνει (βέβαια δεν είναι η πρώτη ταινία που μιλά για αυτό το θέμα – αρκεί να θυμηθούμε τη «Λεωφόρο της Δύσεως» του Μπίλι Γουάιλντερ). Ομως η τρίωρη διάρκειά της, η εξεζητημένη, φαντεζί κινηματογράφηση των πάρτι και ο κάπως άτσαλος χειρισμός της σχέσης του Μάνι με τη Νάνσι, που εντέλει αναγκάζονται να συναναστραφούν εγκληματίες, αφήνουν επίσης την εντύπωση ότι μέσα στη βουλιμία του να μιλήσει για όλα, ο Σαζέλ κάπου υπήρξε θύμα της ίδιας της υπερβολής του.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ