Το 1980 ήταν η χρονιά κατά την οποία το καθεστώς της Κίνας και ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ επέβαλαν την πολιτική του ενός παιδιού στις οικογένειες της χώρας προκειμένου να περιοριστεί η – επικίνδυνη, όπως εκτιμόταν τότε – αύξηση του πληθυσμού. Σήμερα, μοιάζει να είναι πολύ μακριά. Παρά την εγκατάλειψη της πολιτικής αυτής το 2015 και το «πράσινο φως» που δόθηκε στις οικογένειες να αποκτούν ακόμη και τρία παιδιά από το 2015, η πρώτη μείωση του αριθμού των Κινέζων από την εποχή του Μεγάλου Λιμού δείχνει πως ο κίνδυνος έχει μετατοπιστεί στην ακριβώς αντίθετη πλευρά: στην τάση συρρίκνωσης του πληθυσμού που έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται ότι θα επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, καθιστώντας σταδιακά τη μέχρι πρόσφατα πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη να είναι πιο γερασμένη και λιγότερο δυναμική σε όλους τους τομείς.
«Οι ηγέτες της Κίνας γνώριζαν εδώ και καιρό ότι η χώρα όδευε προς ένα δημογραφικό σταυροδρόμι» σημειώνουν οι «New York Times» σε σχετική τους ανάλυση, τονίζοντας ότι οι επιστήμονες είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την επικείμενη διάβαση του Ρουβίκωνα. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως η Κίνα και το μοντέλο της δεν φτάνουν σε σταυροδρόμι μόνο στο δημογραφικό αλλά και σε άλλα καθοριστικά μέτωπα. Και μάλιστα σχεδόν ταυτόχρονα, βάζοντας πολύ δύσκολα στον Σι Τζινπίνγκ, η τρίτη θητεία του οποίου στο τιμόνι θα είναι αναμφίβολα μια μεγάλη δοκιμασία, από την οποία θα κριθεί τόσο το μέλλον της χώρας όσο και η θέση του ίδιου στην Ιστορία. Πρόκειται για «ανταγωνιστικές προτεραιότητες τις επόμενες δεκαετίες, όπως η απαίτηση για μέριμνα υπέρ των γέρων ή των νέων, για οικοδόμηση ενός συστήματος κοινωνικής μέριμνας ή για την ενίσχυση της τεχνολογικής και στρατιωτικής ισχύος» όπως αναφέρουν οι «Times».
Τα στοιχεία
Για του λόγου το αληθές, τα τελευταία στοιχεία που αφορούν την πορεία και τις προοπτικές της οικονομίας κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά και αισιόδοξα είναι. Η αναιμική (για τα δεδομένα της Κίνας) αύξηση του ΑΕΠ πέρυσι και το διαρκώς διογκούμενο χρέος, σε συνάρτηση με την απειλή σκασίματος της «φούσκας» των ακινήτων και τις αμερικανικές κυρώσεις στα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας (όπως οι ημιαγωγοί) μοιάζουν να δημιουργούν έναν εκρηκτικό συνδυασμό. Σε τέτοιον βαθμό ώστε, μαζί με την ένταση των διεθνών ανταγωνισμών, η Κίνα να υποχρεούται πλέον να αλλάξει ριζικά το μοντέλο της και να στραφεί περισσότερο στην εσωτερική αγορά και τη «γειτονιά» της και λιγότερο στις εξαγωγές προς τη Δύση.
Καταλύτης εξελίξεων
Προφανώς, δε, οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν και η εικόνα επιδεινώθηκε από την τροπή που πήρε η κρίση του COVID-19, η οποία μοιάζει να μετατρέπεται σε μια κρίση αξιοπιστίας του καθεστώτος και του Σι προσωπικά. Το φιάσκο της πολιτικής «μηδενικής ανοχής» που είχε εφαρμοστεί από την πρώτη στιγμή και η άρον άρον εγκατάλειψή της υπό την πίεση των (πρωτόγνωρων) κοινωνικών αντιδράσεων έχει καταφέρει σοβαρό πλήγμα στην παραγωγική διαδικασία και, ταυτόχρονα, έχει θέσει υπό αμφισβήτηση συνολικά την ορθοκρισία του Πεκίνου, όσο κι αυτό δεν αποτυπώνεται στην καθημερινότητα, ούτε μπορεί να γίνει εύκολα εμφανές στη Δύση.
Η Ταϊβάν
Σε σταυροδρόμι βρίσκονται ή πρόκειται να φτάσουν σύντομα, όμως, και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Κίνας. Εχοντας ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών – ειδικά όσον αφορά την Ταϊβάν, την οποία ο Σι έχει διαμηνύσει πως προτίθεται να θέσει πλήρως υπό τον έλεγχό του, είτε ειρηνικά είτε διά της βίας -, σύντομα θα φτάσει η στιγμή που θα κληθεί να αποδείξει αυτό που λέει ο λαός με τον τρόπο του: «Πόσα απίδια παίρνει ο σάκος». Με άλλα λόγια, πόσο ρεαλιστικό είναι η Κίνα να κοιτάξει στα μάτια τις Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι και ο πραγματικός της αντίπαλος, και να μετατραπεί σε μια εξίσου ισχυρή και παγκόσμιας εμβέλειας υπερδύναμη.
Δεν είναι τυχαίο, από αυτή την άποψη, ότι αρκετοί αναλυτές θεωρούν πως όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία δεν είναι παρά τα προεόρτια της μεγάλης και αποφασιστικής σύρραξης στον Ειρηνικό. Μιας σύρραξης της οποίας οι συνέπειες θα κάνουν αυτά που βιώνουμε σήμερα να μοιάζουν περίπου με πταίσμα…