Ποιο νησί του Αιγαίου ήταν «γεμάτο βράχια, χωρίς κανένα δέντρο, κι οι κάτοικοί του χρησιμοποιούν για ξύλα τις κοπριές των ζώων; Εχει καλά σφάγια ζώα και κυρίως άγρια βόδια που τα σκοτώνουν με θηλιές από σχοινί…;». Ποιο βότανο έτρωγαν τα αγριοκάτσικα στην Κρήτη όταν τραυματίζονταν από την αιχμή του βέλους κάποιου κυνηγού για να γιατρευτούν; Και σε ποιον βραχώδη τόπο ζούσαν μοναχοί τον 18ο αι. που αγωνιούσαν αν βρίσκονται ακόμη εν ζωή ο Βολταίρος και ο Ρουσό;
Μια «κρουαζιέρα» στα νερά και τα νησιά του Αιγαίου υπόσχεται να δώσει τις απαντήσεις καθώς για το ταξίδι αυτό δεν χρειάζεται ούτε πλοίο ούτε εισιτήριο, παρά μόνο ένας υπολογιστής ή μια ταμπλέτα. Κι αυτό διότι μέσω Διαδικτύου πραγματοποιούνται οι ξεναγήσεις – διαλέξεις υπό τον τίτλο «Περιπλανήσεις στο Αιγαίο – Τα νησιά από τον 16ο αι. έως σήμερα» που δίνει η ιστορικός – ερευνήτρια δρ Ιόλη Βιγγοπούλου, χάρη σε μια πρωτοβουλία του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη μετά την επιτυχία του περσινού προγράμματος, στο επίκεντρο του οποίου βρισκόταν η Μικρά Ασία.
Ταυτότητα – ιστορικότητα
«Επιλέξαμε το Αιγαίο για δύο κυρίως λόγους», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής ερευνών και ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών του Ιδρύματος Λασκαρίδη, Κωνσταντίνος Θανασάκης, σε ιδέα του οποίου βασίστηκε το εν λόγω πρόγραμμα ομιλιών – ξεναγήσεων, οι οποίες πλαισιώνονται σε μεγάλο ποσοστό από εικονογραφικό υλικό (περί τις 20.000 εικόνες) που έχει παραδοθεί από τους περιηγητές από τα τέλη του 15ου έως και τις αρχές του 20ού αι. και έχει αποδελτιωθεί και θησαυριστεί στην ιστοσελίδα Travelogues (www.travelogues.gr).
«Ο πρώτος λόγος είναι ταυτοτικός. Το Αιγαίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής ταυτότητας και ίσως, μαζί με τις αρχαιότητες και αυτό που αποκαλούμε σήμερα αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς του σύγχρονου Ελληνα.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τις πηγές. Κατά έναν παράδοξο τρόπο το Αιγαίο αντιμετωπίζεται με πολύ σύγχρονα μέσα, χωρίς να αναδεικνύεται η ιστορικότητά του. Τα νησιά ήταν πόλος έλξης πολύ πριν από τις αρχές του 20ού αιώνα. Στόχος, λοιπόν, των διαδικτυακών μας περιηγήσεων είναι να αναδείξουμε αυτή την ιστορικότητα και να εξοικειώσουμε το ευρύ κοινό με υλικό που δεν συναντάται εύκολα. Το εγχείρημά μας είναι, θα έλεγα, μια εναλλακτική προσέγγιση στην ελληνική πολιτιστική κληρονομιά – μια πτυχή στον ελληνικό πολιτισμό η οποία σπάνια επικοινωνείται, αλλά φαίνεται να ενδιαφέρει πολύ το κοινό», συνεχίζει ο Κ. Θανασάκης, επισημαίνοντας πως έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον 2.500 άτομα διά της εγγραφής τους στην πλατφόρμα, ενώ την πρώτη ξενάγηση που ήδη πραγματοποιήθηκε παρακολούθησαν 1.200 επισκέπτες.
Με το διαδικτυακό πλοίο να έχει σαλπάρει από τις Βόρειες Κυκλάδες και την πυξίδα του να δείχνει πως στη συνέχεια θα δέσει στις Κεντρικές (25 Ιανουαρίου), τις Νότιες (8 Φεβρουαρίου) και τις Δυτικές Κυκλάδες (22 Φεβρουαρίου) πριν κινήσει για την Κρήτη (8 Μαρτίου), φτάσει στα Δωδεκάνησα (22 Μαρτίου) και ολοκληρώσει τη ρότα του στο Βορειοανατολικό (5 Απριλίου) και το Βόρειο Αιγαίο (26 Απριλίου), καμία ξενάγηση δεν μοιάζει με την άλλη, σύμφωνα με την Ιόλη Βιγγοπούλου.
Με το βλέμμα των Δυτικοευρωπαίων
«Για κάθε νησί υπάρχει κι ένα διαφορετικό σενάριο που διαμορφώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι κατανοητό και εύληπτο για ένα ευρύτατο κοινό, το οποίο ωστόσο δεν μπορώ να δω μέσω της οθόνης και να κινηθώ βάσει των αντιδράσεών του. Τους ξεναγώ μέσα από την τεράστια μοναξιά του υπολογιστή», εξηγεί η ιστορικός, η οποία συμμετείχε και στο περσινό αντίστοιχο πρόγραμμα.
Με το «βίρα τις άγκυρες» του διαδικτυακού πλοίου οι επιβάτες δεν ξεκινούν απλώς μια κρουαζιέρα, αλλά αρχίζουν να βλέπουν τον κόσμο του Αιγαίου μέσα από το βλέμμα των Δυτικοευρωπαίων που άρχισαν να ταξιδεύουν προς την Ανατολική Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη από το τέλος του 15ου αι., οπότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παύει να υφίσταται, ενώ στη ζωή τους μπαίνει και η τυπογραφία, με αποτέλεσμα τα χειρόγραφα ημερολόγιά τους ή τα ταξιδιωτικά χρονικά τους να μπορούν πλέον να έχουν ευρύτατη διάδοση. Παράλληλα «επισκέπτονται» τα νησιά μέσα από την οπτική των περιηγητών κατά τους γεμάτους από αναταραχές αιώνες που ακολούθησαν, όταν πολλά από τα νησιά από την εξουσία των Βενετών και των Γενουατών πέρασαν στα χέρια των Οθωμανών και εν συνεχεία δημιουργήθηκε το νέο ελληνικό κράτος.
Οι «επιβάτες» μπορούν μέσα από τα χαρακτικά και τα κείμενα εποχής να μπουν την ίδια στιγμή στη θέση ενός προσκυνητή που σταματά στα νησιά ενώ ταξιδεύει προς τους Αγιους Τόπους, ενός διπλωμάτη που μεταφέρει κάποιο μήνυμα προς την Υψηλή Πύλη, ενός εμπόρου που φέρνει την πραμάτεια του από τη Δύση, ενός επιστήμονα που θέλει να γνωρίσει διά ζώσης τον τόπο όπου γεννήθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος καθόρισε τον δυτικό, ή ενός ευγενούς που θέλει να επιμορφωθεί και να γνωρίσει την Ανατολή.
Δεν αντίκρισαν ποτέ τη Δήλο
«Κάθε νησί είναι μια αλήθεια που κρύβει πολλά μυστικά. Οταν κάνουμε διακοπές, βρισκόμαστε σε μια χαλαρή διάθεση και δεν είμαστε σε θέση να συνενώσουμε όλες αυτές τις πληροφορίες που προκύπτουν μέσα από τις εικόνες και τα κείμενα των προηγούμενων αιώνων. Ενα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι όλοι αυτοί οι περιηγητές δεν είδαν ό,τι βλέπουμε εμείς επισκεπτόμενοι τα νησιά σήμερα. Βεβαίως η θάλασσα και τα βουνά είναι ίδια, αλλά δεν είδαν πολλά από τα μνημεία και τις αρχαιότητες που βλέπουμε, διότι δεν είχαν ανασκαφεί. Δεν επισκέφθηκαν πολλά μοναστήρια που ιδρύθηκαν αργότερα. Και μέσα από αυτό το πρίσμα, που συνδυάζει εικόνες του χθες και του σήμερα, υφαίνεται το σενάριο κάθε νησιού», λέει η δρ Βιγγοπούλου και δίνει ορισμένα παραδείγματα.
«Οι περιηγητές δεν αντίκρισαν ποτέ τη Δήλο ως ένα νησί – αρχαιολογικό χώρο, καθώς οι ανασκαφές ξεκίνησαν στο τέλος του 19ου αι. Δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη και κατά συνέπεια δεν αναζήτησαν τα ίχνη του κυκλαδικού πολιτισμού, ο οποίος επίσης άρχισε να γίνεται γνωστός από τα τέλη του 19ου αι. χάρη στον σπουδαίο αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα και ερευνήθηκε περισσότερο στον 20ό αι. Μάλιστα, όταν σε έναν εξ αυτών έδειξαν ένα ειδώλιο, καθώς δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, το θεώρησε ως σφραγίδα. Από την άλλη πλευρά οι περιηγητές είδαν πολιτείες και κάστρα που δεν υπάρχουν σήμερα, όπως ο Σκάρος στη Σαντορίνη (σ.σ.: ο αρχαιότερος και ίσως ο πιο σημαντικός από τους πέντε οχυρωμένους οικισμούς της Σαντορίνης, από τον οποίο δεν διασώζεται σχεδόν τίποτα) ή το Ξώμπουργκο στην Τήνο, ο μεσαιωνικός οικισμός στον βραχώδη λόφο στο εσωτερικό του νησιού που δεν υπάρχει σήμερα. Μια άλλη εικόνα που είχαν οι περιηγητές όταν έφταναν σε ένα νησί ήταν οι ντόπιοι με τις παραδοσιακές φορεσιές τους, την οποία εμείς δεν έχουμε σήμερα».
Πριν κλείσουμε αυτή τη συζήτηση με αφορμή τον νέο αυτό κύκλο διαδικτυακών διαλέξεων, ρωτήσαμε τη δρα Βιγγοπούλου ποια ιδιαιτερότητα έχουν τα περιηγητικά κείμενα που αφορούν τη Νοτιοανατολική Ευρώπη – ο αριθμός των οποίων ξεπερνά στις μεγάλες βιβλιοθήκες τους 3.000 τίτλους – και για ποιο λόγο το «ταξίδι» διά μέσου αυτών είναι σημαντικό. «Διότι λειτουργούν ως ένας διπλός καθρέφτης. Καταγράφουν όχι μόνο όσα βλέπουν οι περιηγητές στην Ελλάδα, αλλά και τον τρόπο που η Ευρώπη αντιμετωπίζει την Ανατολή. Αν την προσεγγίζει μέσα από ένα ουμανιστικό, νεοκλασικό ή φιλελληνικό πνεύμα».