Eνας νόμος ισχύει για να εφαρμόζεται. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα, όπως δείχνει η κοινή πείρα, υπάρχει σοβαρό κενό στην εφαρμογή των νόμων. Το ρεαλιστικό ρεύμα της φιλοσοφίας του δικαίου τονίζει ότι το δίκαιο μιας χώρας δεν είναι εκείνο που υπάρχει στα νομοθετικά κείμενα αλλά αυτό που ισχύει στην πραγματική ζωή.

Στη χώρα μας, η διάσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι δυστυχώς μεγάλη. Οι λόγοι είναι πολλοί: (α) η αντίληψη ότι η νομοθετική διαδικασία ολοκληρώνεται με την ψήφιση και τη δημοσίευση του νόμου, (β) η κουλτούρα της δημόσιας διοίκησης η οποία χαρακτηρίζεται από ακραίο νομικισμό, ευθυνοφοβία και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, (γ) η έλλειψη πολιτικής βούλησης να εφαρμοστεί ο νόμος προς αποφυγή του πολιτικού κόστους από την αντίδραση των θιγομένων, (δ) οι συχνά υπερβολικές απαγορεύσεις και δρακόντειες κυρώσεις που αποθαρρύνουν την εφαρμογή του νόμου για λόγους επιείκειας, (ε) η ασάφεια στην κατανομή των αρμοδιοτήτων που δημιουργούν αμφισβητήσεις μεταξύ των υπηρεσιών, (στ) η πολυπλοκότητα των διαδικασιών και η έλλειψη διαθέσιμων πόρων που καθιστά τις διατάξεις ανεφάρμοστες, (ζ) η πολυνομία και ο κατακερματισμός της νομοθεσίας που αφήνει νομικά παράθυρα εξαιρέσεων, (η) η απροθυμία της διοίκησης να συμμορφωθεί στις αποφάσεις των δικαστηρίων για το αληθές νόημα του νόμου και την ορθή εφαρμογή του, (θ) το γεγονός ότι τα δικαστήρια δεν ελέγχουν ζητήματα που αφορούν την καλή νομοθέτηση, όπως οι λεγόμενοι «νόμοι-σκούπες», που, παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση, περιλαμβάνουν πλήθος διατάξεων άσχετων προς το κύριο αντικείμενο του νόμου κ.λπ.

Ο νόμος για το «Επιτελικό Κράτος» περιλαμβάνει στα«Μέσα της καλής νομοθέτησης» την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων εφαρμογής των ρυθμίσεων του νόμου. Προβλέπει ότι «Μετά την πάροδο τριών ετών και πάντως πριν από την παρέλευση πενταετίας από τη θέση του νόμου σε ισχύ, αξιολογείται η ρύθμιση με βάση τα δεδομένα που ανακύπτουν από την εφαρμογή της». Η αξιολόγηση αφορά το κόστος που απαίτησε η εφαρμογή της ρύθμισης, τις επιπτώσεις που προέκυψαν από αυτήν, τα οφέλη της, καθώς και τα πορίσματα της νομολογίας.Η διαδικασία αξιολόγησης εκκινεί από την κυβέρνηση και οι καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες διατυπώνουν προτάσεις βελτίωσης, τροποποίησης ή αναθεώρησης των διατάξεων σε συνεννόηση με τους ενδιαφερόμενους φορείς της κοινωνίας. Η κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αξιολογήσεις αυτές στον σχεδιασμό της νομοθετικής πολιτικής της.

Δυστυχώς, η συχνότητα αλλαγής της νομοθεσίας υπονομεύει κάθε προσπάθεια σοβαρής νομοθέτησης. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φορολογική νομοθεσία. Πολλοί υπουργοί φιλοδοξούν να σφραγίσουν το έργο τους με την αλλαγή του νομικού πλαισίου, αντί να εστιάσουν στην εφαρμογή των νόμων. Κάπως έτσι, η νομοθεσία για την εφαρμογή των νόμων καθίσταται και αυτή σχεδόν ανεφάρμοστη.

Ο Γιάννης Α. Τασόπουλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, δικηγόρος