Η εξόδιος τελετή για τον τελευταίο Βασιλέα της Ελλάδας δίνει ευκαιρία για αποτίμηση του θεσμού τον οποίο εκπροσώπησε. Γιατί πέρα από το συναίσθημα – θλίψη σε κάποιους, περιέργεια σε αρκετούς και νοσταλγία σε λιγότερους – σημαντικότερη, για τους λαούς, είναι η Ιστορία. Ως μοχλός αυτογνωσίας, εφαλτήριο βελτίωσης και άσκηση συλλογικότητας.

Η Βασιλεία άφησε αρνητικό ίχνος στην ελληνική εκδοχή της, γιατί συνδέθηκε με μεγάλες προσδοκίες που οδήγησαν σε διαρκείς θεσμικές παρεκβάσεις και τελικά σε βαριές δημοκρατικές κάμψεις. Ηταν ένας θεσμός που επιβλήθηκε μεν μετά την Ελληνική Επανάσταση από τις «Μεγάλες Δυνάμεις» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), αλλά τον οποίο υποδέχθηκε ασμένως ο ελληνικός λαός, τόσο στη «βαυαρική περίοδο», επί Οθωνα, όσο και στη «γλυξμπουργκιανή», που άνοιξε επί Γεωργίου Α’. Είναι πολύ σημαντικό ότι, έναν μόλις χρόνο μετά την εκδίωξη του Οθωνα με την «επανάσταση» του 1862, ο ελληνικός λαός, διά των εκπροσώπων του, όχι μόνο κάλεσε εσπευσμένα, μπροστά στο φάσμα εμφυλίου πολέμου, τον νέο εκ Δανίας Βασιλέα, αλλά και τον υποδέχτηκε ως από μηχανής θεό. Ο ίδιος κύκλος λατρείας-αποπομπής-μετάκλησης, θα επαναλαμβανόταν και επί Κωνσταντίνου Α’ (δίωξη λόγω στάσης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάκτηση του θρόνου με το δημοψήφισμα του 1920, εκπατρισμός μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή) και επί του Γεωργίου Β’ (εκδίωξη με το Κίνημα στο Γουδί το 1923, έκπτωση με το δημοψήφισμα του 1929, παλινόρθωση με το νόθο δημοψήφισμα του 1935, δεύτερη αποχώρηση και δεύτερη επιστροφή με το δημοψήφισμα του 1947). Το πηγαινέλα αυτό, καθώς και το γεγονός ότι και τα 6 δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν για τον θεσμό κρίθηκαν – 3 υπέρ της Βασιλείας και 3 κατά – κοντά ή πάνω από το 70%, αποδεικνύουν ότι η Βασιλεία γέννησε πάθη σε όλη την πορεία της, αλλά δεν θεωρούνταν ούτε εξαρχής ούτε διαρκώς απορριπτέα από τον ελληνικό λαό.

Αυτό που την κατέστησε οριστικά απορριπτέα, θεσμικά με το δημοψήφισμα του 1974 και ιστορικά με συνυπολογισμό όλων των ενδιάμεσων σταδίων, ήταν η καθ’ υπέρβαση ρόλου παρεμβατικότητα όλων των Βασιλέων στα πολιτικά πράγματα – και μάλιστα σε εποχές κατά τις οποίες η Μοναρχία στα άλλα κράτη περιοριζόταν σε συμβολικό ρόλο. Από το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και με Σύνταγμα του 1844 το πολίτευμα της Ελλάδος έγινε Συνταγματική Μοναρχία και από τη θέσπιση της «αρχής της δεδηλωμένης», το 1875, Βασιλευόμενη Δημοκρατία. Αυτή η θεσμική πραγματικότητα δεν εμπόδισε ούτε τον Οθωνα (και την Αμαλία) να αναμειχθούν στην πολιτική και κομματική διαπάλη, ούτε τον -μακράν πιο παρεμβατικό, παρά τα λίγα, μόνο 6, χρόνια του στον θρόνο – Κωνσταντίνο Α’, ούτε τον Γεώργιο τον Α΄ (τον μακροβιότερο, πιθανώς πιο «συνταγματικό», αλλά και με βαθιά καχυποψία έναντι των πολιτικών), ούτε τον Παύλο (και τη Φρειδερίκη). Ούτε βέβαια ο τελευταίος Βασιλιάς, ο πρόσφατα αποθανών Κωνσταντίνος Β’, απέφυγε, σε τρία μόλις χρόνια, τη σύγκρουση με την εκλεγμένη κυβέρνηση (που οδήγησε στην αποστασία και τη δικτατορία), την παράδοση στη χούντα των συνταγματαρχών (αντίθετα από τον εξ αγχιστείας συγγενή του Χουάν Κάρλος στην Ισπανία) και τη διεκδίκηση έναντι του κράτους («βασιλική περιουσία»).

Η Ιστορία, συνεπώς, δείχνει ότι δεν ήταν ο ελληνικός λαός αυτός που «πρόδωσε» τους Βασιλείς του, αλλά οι Βασιλείς, με τις πράξεις τους, που πρόδωσαν το αξίωμά τους. Ετσι εξηγείται η επικράτηση της επικοινωνιακής επί της πολιτικής διάστασης στο πρόσφατο πέσιμο της αυλαίας.         

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος