Επί δεκαετίες, τα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης στη Δυτική Ευρώπη θεωρούνταν – και δικαίως – από τα καλύτερα στον κόσμο. Ωστόσο η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση των μακροχρόνιων ασθενειών, η συνεχιζόμενη κρίση στο υγειονομικό προσωπικό, καθώς και η εξάντληση μετά την πανδημία COVID συνδυάστηκαν, αυτόν τον χειμώνα, για να δημιουργήσουν μια τέλεια καταιγίδα, όπως τη χαρακτηρίζει η εφημερίδα «Guardian», στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, η οποία είναι πιθανό να χειροτερέψει αρκετά προτού καταφέρει να βελτιωθεί.
«Ολες οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με το εργατικό δυναμικό τους στον τομέα της Υγείας και της περίθαλψης» ανέφερε το τμήμα για την Ευρώπη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σε έκθεσή του πριν από λίγο καιρό, προειδοποιώντας για δυνητικά ολέθριες συνέπειες εάν οι κυβερνήσεις δεν δράσουν άμεσα. Η ανάγκη να βρεθεί ένα νέο μοντέλο, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες και ανάγκες, είναι επιτακτική, θεωρούν οι ειδικοί.
Στη Γαλλία, υπάρχουν σήμερα λιγότεροι γιατροί από ό,τι το 2012. Περισσότεροι από 6 εκατομμύρια άνθρωποι, μεταξύ των οποίων 600.000 με χρόνιες ασθένειες, δεν έχουν τακτικό γενικό γιατρό και το 30% του πληθυσμού δεν έχει επαρκή πρόσβαση σε υπηρεσίες Υγείας.
Στη Γερμανία, 35.000 θέσεις στον τομέα της περίθαλψης ήταν κενές πέρυσι, 40% περισσότερες από ό,τι μία δεκαετία πριν, ενώ μια έκθεση αυτό το καλοκαίρι ανέφερε ότι μέχρι το 2035 πάνω από το 1/3 όλων των θέσεων εργασίας στον τομέα της Υγείας μπορεί να παραμείνουν ακάλυπτες. Αντιμέτωπη – για πρώτη φορά στην ιστορία της – με υπερπλήρη νοσοκομεία λόγω «σοβαρής έλλειψης νοσηλευτών», ακόμα και η Φινλανδία θα χρειαστεί 200.000 νέους εργαζομένους στον τομέα της Υγείας και της κοινωνικής φροντίδας μέχρι το 2030.
Στην Ισπανία, το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι περιμένουν για χειρουργική επέμβαση, ενώ 5.000 γενικοί γιατροί και παιδίατροι πρώτης γραμμής στη Μαδρίτη απήργησαν για πολλές ημέρες τον περασμένο μήνα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολυετή ελλιπή χρηματοδότηση και τις υπερβολικές υπερωρίες.
Οι προσπάθειες για την αντικατάσταση υγειονομικών που συνταξιοδοτούνται «δεν είναι επαρκείς», αναφέρει η έκθεση του ΠΟΥ για την Ευρώπη, αλλά πρέπει τώρα να ενταθούν επειγόντως προκειμένου να «αντιμετωπιστεί και η αναμενόμενη αύξηση των νεότερων ατόμων που εγκαταλείπουν το υγειονομικό δυναμικό λόγω εξουθένωσης, προβλημάτων υγείας και γενικής δυσαρέσκειας». Στο 1/3 των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, τουλάχιστον το 40% των γιατρών είναι ηλικίας 55 ετών και άνω, αναφέρεται στην έκθεση. Ακόμα και όταν οι νεότεροι γιατροί παρέμειναν στις θέσεις τους – παρά το άγχος, τις πολλές ώρες εργασίας και τις συχνά χαμηλές αμοιβές – η απροθυμία τους να εργαστούν σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές ή σε υποβαθμισμένες γειτονιές πόλεων δημιούργησε τις αποκαλούμενες «ιατρικές ερήμους» που είναι σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν.
«Ολες αυτές οι απειλές συνιστούν μια ωρολογιακή βόμβα, που είναι πιθανό να οδηγήσει σε ανησυχητικά αποτελέσματα στη δημόσια υγεία, μεγάλους χρόνους αναμονής, θανάτους που θα μπορούσαν να αποφευχθούν και ενδεχομένως ακόμα και κατάρρευση του συστήματος υγείας» προειδοποίησε ο Χανς Κλούγκε, περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη. Για του λόγου το αληθές, «περίπου το 87% της Γαλλίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιατρική έρημος», δήλωσε πρόσφατα η υπουργός Υγειονομικής Πολιτικής της Γαλλίας Ανιές Φιρμίν-Λε Μποντό, υποσχόμενη «πλήρη ανασυγκρότηση» των υπηρεσιών γενικής ιατρικής μέσω περισσότερων πολυδύναμων κέντρων υγείας και απομακρυσμένων συμβουλών. Οι αναλογίες των γιατρών γενικής ιατρικής κυμαίνονται από 125 ανά 100.000 κατοίκους σε ορισμένες πιο πλούσιες περιοχές έως λιγότερο από το μισό σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές της Γαλλίας ή σε υποβαθμισμένα προάστια.
Στη Γερμανία, η οποία δαπανά περισσότερα χρήματα για την υγειονομική περίθαλψη από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, τα νοσοκομεία αποτελούν μεγαλύτερη ανησυχία, με το κύμα του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV) που εκδηλώθηκε φέτος τον χειμώνα σε μικρά παιδιά να προκαλεί συναγερμό σε ολόκληρη τη χώρα. Εν μέσω αναφορών για υπερπλήρη τμήματα ασθενών και γονείς που αναγκάζονται να κοιμούνται σε διαδρόμους νοσοκομείων ή να ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για τη θεραπεία ενός παιδιού, η εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung» τόνισε ότι η χώρα γίνεται μάρτυρας «του τι σημαίνει όταν ένα σύστημα καταρρέει και να εκτυλίσσονται σκηνές που για μεγάλο χρονικό διάστημα θα μπορούσαν να φαίνονται αδιανόητες».
Σε μια αναφορά προς το κοινοβούλιο με τίτλο «Κόκκινο επίπεδο συναγερμού – τα νοσοκομεία σε κίνδυνο», η Γερμανική Νοσοκομειακή Εταιρεία τόνισε και πάλι τη χρόνια έλλειψη προσωπικού ως το κύριο πρόβλημα, σημειώνοντας ότι πολλά νοσοκομεία αναγκάστηκαν να κλείσουν προσωρινά κάποια τμήματα, λόγω έλλειψης γιατρών και νοσηλευτών. Περισσότερες από 23.000 θέσεις παραμένουν ακάλυπτες στα νοσοκομεία της Γερμανίας έπειτα από αρκετά χρόνια μικρού αριθμού προσλήψεων και πρόσφατες μαζικές παραιτήσεις, ιδίως στην εντατική και στα χειρουργεία, από το προσωπικό που διαμαρτυρήθηκε για τεράστιο φόρτο εργασίας – τόσο μεγάλο ώστε δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε ένα μικρό διάλειμμα ή να πάνε στην τουαλέτα.
Ο γερμανός υπουργός Υγείας Καρλ Λότερμπαχ ανακοίνωσε πακέτο ύψους 300 εκατ. ευρώ για παιδιατρικές κλινικές και μια απροσδιόριστη ακόμη «επανάσταση στη νοσοκομειακή περίθαλψη» που θα θέτει «την Ιατρική σε προτεραιότητα και όχι την οικονομία», καθώς και ένα σχέδιο μετακίνησης νοσηλευτών και γιατρών ώστε να ανταποκρίνονται στη ζήτηση, το οποίο απορρίφθηκε ως «παράλογο» από κορυφαίους γιατρούς.
Στην Ισπανία, ο χειμώνας έχει ήδη ωθήσει τους υγειονομικούς σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Η κρίση της υγειονομικής περίθαλψης, η οποία αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID, ακολουθεί δεκαετίες ελλιπούς χρηματοδότησης, ανταγωνισμού μεταξύ των περιφερειών για ιατρικό προσωπικό και το δέλεαρ καλύτερων αμοιβών και συνθηκών στο εξωτερικό. Η κατάσταση είναι τέτοια που ένας σημαντικός αριθμός γιατρών πήραν πρόωρη συνταξιοδότηση, λόγω εξάντλησης, παρά το πλήγμα στις συντάξεις τους.
Μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας έχει επικεντρωθεί στην περιφέρεια της Μαδρίτης, όπου στα μέσα Νοεμβρίου τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη έναντι της υφέρπουσας ιδιωτικοποίησης και να εκφράσουν την ανησυχία τους για την αναδιάρθρωση του συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης από την περιφερειακή κυβέρνηση.
Ο δημόσιος τομέας Υγείας της Ιταλίας, επίσης, αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις προσωπικού, οι οποίες επιδεινώθηκαν από την πανδημία, η οποία προκάλεσε έξοδο του προσωπικού από το επάγγελμα, το οποίο πήρε πρόωρη συνταξιοδότηση ή μεταπήδησε στον ιδιωτικό τομέα. Οι περιφερειακές κυβερνήσεις έχουν υπογράψει συμβάσεις με ελεύθερους επαγγελματίες γιατρούς για να καλύπτουν τις βάρδιες των νοσοκομείων όπου χρειάζεται, αναδεικνύοντας τους χαμηλούς μισθούς του δημόσιου τομέα υγείας της Ιταλίας.
Οι ιταλοί γιατροί διοργανώνουν διαδήλωση των «αόρατων», όπως την έχουν χαρακτηρίσει, καθώς θεωρούν πως παρά τη μεγάλη προσπάθεια που έκαναν κατά τη διάρκεια των πρόσφατων υγειονομικών κρίσεων παραμένουν «αόρατοι για την κυβέρνηση». «Οι μισθοί των ιταλών γιατρών πρέπει να είναι στο ίδιο επίπεδο με εκείνους της Ευρώπης» λέει εκπρόσωπός τους. «Επί του παρόντος, είναι μεταξύ των χαμηλότερων».