Είναι δύο χώρες πολύ διαφορετικές. Η μια βρίσκεται στην Ευρώπη, στη γειτονιά μας, η άλλη στην Ασία. Η μια δέχεται πόλεμο από τη Ρωσία, η άλλη έχει τους Ταλιμπάν. Στον πιο πρόσφατο (2021) Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας η Ουκρανία κατετάγη 122η μεταξύ 180 χωρών ενώ το Αφγανιστάν 174ο. Στον πιο πρόσφατο (2022) Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα η Ουκρανία κατετάγη 106η μεταξύ 180 χωρών ενώ το Αφγανιστάν 156ο. Εχουν, όμως, και κάτι κοινό οι δύο χώρες. Γενναίους και γενναίες δημοσιογράφους. Στην Ουκρανία αποκαλύπτουν τη διαφθορά, στο Αφγανιστάν αψηφούν τη λογοκρισία.
«Μπορούν να ζουν πολυτελώς σε μια κατεστραμμένη χώρα;»
Για αυτόν τον υψηλόβαθμο ουκρανό αξιωματούχο, η πτώση προήλθε από μια μοιραία αδυναμία: μια καταφανή αγάπη για τα πολυτελή αυτοκίνητα. Τον Οκτώβριο, ο ουκρανικός ειδησεογραφικός ιστότοπος Bihus.info δημοσιοποίησε φωτογραφίες του Κίριλο Τιμοσένκο, αναπληρωτή προσωπάρχη του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να οδηγεί μια νέα Chevrolet Tahoe SUV που είχε δωρηθεί για ανθρωπιστική βοήθεια. Δύο μήνες αργότερα, μια άλλη διαδικτυακή εφημερίδα, η «Ukrainska Pravda», ανέφερε πως ο Τιμοσένκο είχε βιντεοσκοπηθεί πολλές φορές να οδηγεί μια Porsche Taycan του 2021, αξίας περίπου 92.000 ευρώ, στο Κίεβο.
Ο Τιμοσένκο απέρριψε τους υπαινιγμούς, λέγοντας πως η Chevrolet είχε χρησιμοποιηθεί σε επίσημη αποστολή και την Porsche την είχε απλώς δανειστεί. Αλλά δεν έπεισε. «Μπορούν οι εκπρόσωποι της εξουσίας σε αυτή τη χώρα, το ένα τέταρτο των εδαφών της οποίας είναι ήδη κατεστραμμένα, να ζουν πολυτελώς;» αναρωτήθηκε ο Μικαΐλο Τκας, ο δημοσιογράφος της «Ukrainska Prada» που έφερε στο φως την υπόθεση Posche.
Ενα κύμα παραιτήσεων ή αποπομπών, πολλές από τις οποίες σχετίζονται με καταγγελίες για διαφθορά, σάρωσε αυτή την εβδομάδα τα υψηλότερα ηγετικά κλιμάκια της Ουκρανίας. Μαζί με τον Τιμοσένκο, απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους τέσσερις υφυπουργοί, ανάμεσά τους ο υφυπουργός Αμυνας Βιατσεσλάβ Σαποβάλοφ, πέντε κυβερνήτες περιφερειών καθώς και ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας Ολέκσιι Σιμονένκο. Βέβαια, το ότι η Ουκρανία έχει πρόβλημα διαφθοράς ήταν ήδη γνωστό. Λιγότερο γνωστό, σημειώνει η «Washington Post», είναι το πόσο πολλοί στη χώρα δίνουν μάχη κατά της διαφθοράς.
Ιδρυτής του Bihus.info είναι ο Ντένις Μπίχους, ένας ερευνητής δημοσιογράφος που παρουσίαζε την τηλεοπτική εκπομπή «Τα χρήματά μας». Ο Μπίχους πρωτοέγινε γνωστός ως συνιδρυτής του YanukovychLeaks, ενός ιστοτόπου που βοήθησε να αποκαλυφθούν τα οικονομικά του Βίκτορ Γιανουκόβιτς – του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας που εκδιώχθηκε το 2004, αφήνοντας πίσω μια έπαυλη με ιδιωτικό ζωολογικό κήπο και μια συλλογή πολυτελών αυτοκινήτων.
Ο Μπίχους έχει εργαστεί και για την «Ukrainska Pravda», μια διαδικτυακή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 2000 και προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον με το ερευνητικό της έργο. Αυτή ηγήθηκε των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων που οδήγησαν στην αποπομπή του Σιμονένκο, με τον Τκας να μεταδίδει πως ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας είχε ταξιδέψει για την Πρωτοχρονιά στη Μαρμπέλα της Ισπανίας και είχε θεαθεί να οδηγεί τη Mercedes ενός αμφιλεγόμενου επιχειρηματία. Ενας άλλος γνωστός ουκρανός δημοσιογράφος της διαδικτυακής «Dzerkalo Tyzhnia», ο Γιούρι Νικόλοφ, υπέγραψε τις αποκαλύψεις που έφεραν την παραίτηση του Σαποβάλοφ, καταγγέλλοντας πως μια πρόσφατη σύμβαση προμήθειας τροφίμων για τον στρατό, ύψους 322 εκατομμυρίων ευρώ, περιλάμβανε πολλές υπερτιμολογήσεις.
«Οι περισσότερες γράφουν κρυφά. Ο κόσμος μάς έχει αφήσει πια μόνες»
Η Μεενά Χαμπίμπ μίλησε στην «El Pais» μόλις λίγες ώρες αφότου έκαναν τον γύρο του κόσμου εικόνες από βιτρίνες καταστημάτων στο Αφγανιστάν με καλυμμένα τα πρόσωπα στις γυναικείες κούκλες. «Εκπλήσσομαι που εκπλήσσεστε» είπε στην ισπανίδα δημοσιογράφο. «Ξέραμε ήδη ότι έτσι θα γινόταν. Οι Ταλιμπάν μας έκαναν να εξαφανιστούμε λίγο λίγο από όλους τους τομείς της κοινωνίας. Και το χειρότερο είναι ότι οι γυναίκες δεν διαμαρτύρονται πια γιατί φοβούνται ότι θα τις σκοτώσουν». Η Χαμπίμπ είναι μια από τους λίγους δημοσιογράφους που συνεχίζουν τη δουλειά τους στους δρόμους του Αφγανιστάν. Σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, ένα 76% και πλέον των δημοσιογράφων εγκατέλειψαν τη χώρα ή το επάγγελμά τους μετά τον Αύγουστο του 2021 και συνολικά 219 από τα 547 αφγανικά Μέσα εξαφανίστηκαν μέσα σε έναν χρόνο από την επιστροφή των Ταλιμπάν.
Η Χαμπίμπ είναι από αυτούς που επιμένουν. «Οταν επέστρεψαν οι Ταλιμπάν, οι γυναίκες κλειδώθηκαν στο σπίτι. Δεν μπορούσα να αντέξω την ιδέα τού να χάσω έτσι εύκολα 10 χρόνια δουλειάς και προσπάθειας, άρχισα λοιπόν να δουλεύω ξανά, καλύπτοντας διαδηλώσεις και περιγράφοντας το χάος. Εχω πουλήσει έπιπλα και κοσμήματα ώστε να συνεχίσω να ασκώ τη δημοσιογραφία» λέει. Από το 2020 τροφοδοτεί καθημερινά τον ειδησεογραφικό ιστότοπο Roidadha. Είναι ανύπαντρη και μένει με τους γονείς της, που δεν τη στηρίζουν και νιώθουν πως «πρέπει να έκαναν κάτι πολύ κακό». Οι Ταλιμπάν της έχουν σπάσει την κάμερα, την έχουν ξυλοκοπήσει, έχουν προσπαθήσει να τη συλλάβουν.
Η συμπατριώτισσά της Ζάχρα Ζόγια δεν ζει πλέον στην Καμπούλ αλλά στο Λονδίνο, συνεχίζει ωστόσο να εργάζεται με ώρες Καμπούλ: ξυπνάει στις τέσσερις το πρωί προκειμένου να συντονίσει την καθημερινή σύσκεψη με την ομάδα του Rukhshana, του ειδησεογραφικού ιστοτόπου ειδικά για Αφγανές που ίδρυσε το 2021, στο Αφγανιστάν. Το πρώτο θέμα της βιντεοδιάσκεψης είναι πάντα το ίδιο: «Υπάρχουν ειδήσεις που ίσως να μην μπορούμε να πούμε αλλά δεν πειράζει. Εσείς είστε πιο σημαντικοί». Οκτώ ανώνυμα πρόσωπα, τα έξι γυναικεία, ακούν στην άλλη πλευρά του υπολογιστή. «Είναι όλοι δημοσιογράφοι και έχουν σύμβαση. Αλλά δουλεύουν κρυφά, πολλές φορές ούτε οι συγγενείς τους δεν ξέρουν τι κάνουν». Το ίδιο ισχύει και με τις δέκα γυναίκες δημοσιογράφους του The Afghan Times, ενός ειδησεογραφικού ιστοτόπου που συντονίζει πια από την εξορία, κάποια γειτονική χώρα του Αφγανιστάν, η Σαλμά Νιαζί: οι περισσότερες γράφουν με ψευδώνυμα. «Ο κόσμος», λέει από την Καμπούλ η Μεενά Χαμπίμπ, «μας έχει αφήσει πια μόνες».