Πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια, τη χαρισάμενη προδιαδικτυακή εποχή, έκανα τακτικά παρέα με έναν συνομήλικό μου που θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκεται στα σχολεία ως αρχέτυπο της χαμηλής αυτοεκτίμησης. Αισθητά πιο ευπαρουσίαστος από όσο νόμιζε ο ίδιος ότι είναι και ασυγκρίτως πιο ευφυής από όσο αποτιμούσε τον εαυτό του, έπαιρνε συστηματικά μηδέν στη συναισθηματική νοημοσύνη και δεν υπήρχε περίπτωση να μη δει ως μισοάδειο οποιοδήποτε μισογεμάτο ποτήρι τού σέρβιρε η τύχη για να τον δροσίσει. Ολημερίς κι ολονυχτίς μού κλαιγόταν για μια ανεπάρκεια που δεν υφίστατο παρά μονάχα στη φαντασία του. Αποκορύφωμα του αυτοοικτιρμού του και η ευκαιρία για να του τα ψάλω από την καλή και από την ανάποδη, γεγονός που πυροδότησε αρχικά την αραίωση και κατόπιν τη λήξη των συναντήσεών μας, ήταν η γνωριμία του δι’ αλληλογραφίας μ’ ένα κορίτσι (γράφαμε ακόμη γράμματα) που πολύ θα ήθελε να το γνωρίσει εκ του σύνεγγυς, αλλά παρέλυε εκ των προτέρων και μόνο στην ιδέα ότι δεν πρόκειται επ’ ουδενί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. «Εχεις δίκιο», του είπα εν τέλει απαυδισμένος, ύστερα από αναρίθμητες άκαρπες προσπάθειες να τον μεταπείσω, «καλύτερα να την ξεχάσεις».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ