Τον συναντούσαμε στη Ρωσία, στην Κεντρική Ασία και σε αρκετές περιοχές της Ευρώπης. Πλέον, τον θαυμάζουμε μόνο μέσα από τις εντυπωσιακές φωτογραφίες του, αυτές που απεικονίζουν το τρίτο μεγαλύτερο σαρκοβόρο είδος της Ευρώπης – μετά την αρκούδα και τον λύκο – να κοιτάζει επιβλητικά τον φακό με μάτια μεγάλα και τις χαρακτηριστικές μαύρες τούφες στα αφτιά του. Παρότι το κυνήγι του έχει απαγορευτεί με νόμο από το 1937, ο λύγκας έχει εξαφανιστεί από την Ελλάδα εδώ και μισόν αιώνα. Υπάρχει τρόπος να επιστρέψει; Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για το θέμα, με τους ειδικούς να απαντούν πως ναι.
Μια προσπάθεια «εξοικείωσης» του ελληνικού κοινού με τον λύγκα έκανε πριν από έναν χρόνο η περιβαλλοντική οργάνωση Αρκτούρος φέρνοντας στην Ελλάδα τρεις λύγκες, ένα ζευγάρι με το μικρό τους, που ζούσαν σε ζωολογικό κήπο της Ανδόρας. Σήμερα φιλοξενούνται στο Κέντρο Προστασίας Λύκου και Λύγκα στο Νυμφαίο και αποτελούν το επίκεντρο αρκετών ενημερωτικών δράσεων της οργάνωσης.
Επίσης, ο Αρκτούρος έχει εγκαταστήσει αυτόματες κάμερες στα βουνά της Φλώρινας, με στόχο την καταγραφή ενδείξεων της παρουσίας του είδους, ενώ ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον δρα Ζωολογίας του ΑΠΘ Θοδωρή Κομηνό παρακολουθεί με 100 κάμερες εδώ και τέσσερα χρόνια το Εθνικό Πάρκο Ροδόπης καταγράφοντας λύκους, ζαρκάδια και πιθανά ίχνη από λύγκα. Παρότι κατά καιρούς υπήρξαν μαρτυρίες βοσκών για παρουσία λύγκα σε κάποιες περιοχές της χώρας, καμία δεν θεωρείται αξιόπιστη.
Οριακοί οι πληθυσμοί
Ο πιο κοντινός πληθυσμός βαλκανικού λύγκα στη χώρα μας ζει στη Βόρεια Μακεδονία και στην Αλβανία, ωστόσο, όπως εξηγεί ο κ. Κομηνός σε πρόσφατη επιστημονική εργασία του, «αυτοί οι εναπομείναντες πληθυσμοί είναι οριακοί, με συνεχή μείωση, θέτοντας ελάχιστες έως ανύπαρκτες τις πιθανότητες επανεποικισμού του ελληνικού χώρου από άτομα αυτού του πληθυσμού. Η μόνη λύση για το είδος που θα εγκατασταθεί ξανά στην Ελλάδα είναι η δημιουργία νέων πληθυσμών λύγκα με ζώα που θα επανεισαχθούν στην οροσειρά της Πίνδου στα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία και στην οροσειρά της Ροδόπης στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Αυτοί οι νέοι πληθυσμοί θα βοηθούσαν στην επιβίωση του βαλκανικού λύγκα καθώς και του συνόλου». Η προσπάθεια επανεισαγωγής του λύγκα στην Ελλάδα μέσω αυτών των φυσικών πληθυσμών βρίσκει σύμφωνα και τα στελέχη του Αρκτούρου. «Εμείς δεν επανεντάσσουμε ζώα που έχουν ζήσει σε αιχμαλωσία, κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο και για τα ίδια τα ζώα και για τον άνθρωπο» λέει στα «ΝΕΑ» ο υπεύθυνος επικοινωνίας του Αρκτούρου, Πάνος Στεφάνου. «Οι τρεις λύγκες που φιλοξενούμε, ο Ντοράι, η Κάρμεν και η Μίσι, είναι για εμάς μια προσπάθεια καθιέρωσης της προστασίας του λύγκα στην Ελλάδα» συμπληρώνει.
Η εξάπλωση του λύγκα στη χώρα μας ξεκινούσε από τη Θράκη και έφθανε μέχρι τη Νότια Πελοπόννησο, με εντονότερη την παρουσία του στην οροσειρά της Βόρειας και της Νότιας Πίνδου και στα βουνά της Μακεδονίας και της Θράκης, στο Βίτσι, τον Βαρνούντα, το Βόρα, τη Ροδόπη. Τα τελευταία 40 χρόνια σημειώθηκε δραματική συρρίκνωση της αρχικής κατανομής τους. «Κατά τους ιστορικούς χρόνους, ο λύγκας ήταν διαδεδομένος στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε περιοχές με κατάλληλους βιότοπους, δηλαδή δασώδεις εκτάσεις, και επαρκή λεία – κυρίως μικρά οπληφόρα όπως το ζαρκάδι» σημειώνει ο δρ Θοδωρής Κομηνός.