Τον Νίκο Πλατύραχο, τον έχω απέναντί μου στο Φίλιον, και παρά τη μικρή χωρητικότητα του τραπεζιού, όταν μιλάει για τη μουσική, μοιάζει να απλώνεται σε όλο τον χώρο του ιστορικού καφέ του Κολωνακίου. Ανθρωπος παθιασμένος με τη δουλειά του, δεν σταματά να πειραματίζεται και να δημιουργεί. Συνθέτης, μαέστρος, συμφωνιστής, ενορχηστρωτής, πατάει πάνω στη μεγάλη κλασική του παιδεία αλλά και με μόνιμο βλέμμα στραμμένο στη λαϊκότητα. Ετσι μπορείς να τον δεις σε έργο στο Ωδείο Αθηνών ή στο Μέγαρο, αλλά και στην Κληματαριά της Πλατείας Θεάτρου ή στο Μπαράκι της Διδότου. Για εκείνον εξάλλου το θέμα είναι αυτό που έχει στον νου του. Συναντιόμαστε με αφορμή τη μουσική παράσταση «Οι σπόροι της Σμύρνης» που τελικά θα γίνει στο Ωδείο Αθηνών στις 13 Μαρτίου. Μόνο αφορμή όμως θα έλεγα πως είναι αυτό το έργο, αφού ο Νίκος στοχάζεται πάνω στα μουσικά και κοινωνικά δρώμενα, ενώ είναι κι ένας απολαυστικός αφηγητής ιστοριών από την πορεία του. Η Γερμανία, η Σμύρνη, ο Μίκης και ο Μάνος, τα ρεμπέτικα, είναι στιγμές και τομές που καθορίζουν την ταυτότητά του και μας τα επανασυστήνει με εκείνη την πρώτη νεανική του όρεξη που τον οδήγησε στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής.
Πάμε να ξεκινήσουμε από τους «Σπόρους». Τι είναι, και νομίζω πως έχετε σταθερά το βλέμμα σας σε αυτό που προηγήθηκε. Ιστορία, μουσικά ρεύματα, μετακινήσεις πληθυσμών…
Βέβαια. Να σου πω πριν από αυτό πως με το θέμα τούτο έχω κάνει αρκετές κινηματογραφικές δουλειές, όπως με τη Μαρία Ηλιού. Εχουμε κάνει και για τη Σμύρνη και για τις ανταλλαγές πληθυσμών. Αλλά και με άλλες αφορμές έχω εμβαθύνει στο θέμα όπως από βιβλία. Επειδή με ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι αλλά και η αγάπη μου για το ρεμπέτικο, βαφτισμένος από μικρός στη μαρμίτα του Οβελίξ. Τώρα αυτή η ιδέα να σου πω πως ήταν ανάθεση – τιμητική – από την Περιφέρεια της Κρήτης για τα εκατό χρόνια από την Καταστροφή. Ερχονται οι πρόσφυγες στην ενδοχώρα το ’22 και φέρνουν το σμυρναίικο. Αυτό το είδος κάνει μια σπορά στην ενδοχώρα. Ακόμη και σήμερα η μήτρα αυτή γεννάει με κάποιον τρόπο. Το έρεισμα ακόμη και των δισέγγονων εκείνων των προσφύγων είναι πάντα ισχυρό. Και σαν μεταδιδόμενο ή μεταλαμπαδευμένο βίωμα και σαν αγάπη για αυτό το είδος. Το έργο μας τώρα τι κάνει; Μια χωροχρονική αιώρηση πάνω από τα τραγικά γεγονότα ξεκινώντας απ’ το σμυρναίικο. Εχουμε δύο μέρη. Ενα ορχηστρικό που αποτελείται από τέσσερις ενότητες: Σμύρνη, Καταστροφή, Ελπίδα, Λιμάνι. Οπως καταλαβαίνουμε αφορούν τη ροή των πραγμάτων. Και προκύπτει για τον κάθε τίτλο ένα μουσικό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο μέρος έχουμε τραγούδια. Και πρωτότυπα και γνωστά με νέες ενορχηστρωτικές ματιές αλλά και αντιστικτικά το ένα μέσα στο άλλο, περιπλέκονται με μια διάθεση έκπληξης. Το κάναμε στην Κρήτη, τέσσερις συναυλίες, πολύ πετυχημένες. Να κάνω εδώ και μια αναφορά στη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κρήτης, Δήμου Ηρακλείου».
Αγνωστο πως υπάρχει κάτι τέτοιο.
Ναι νέα παιδιά, αυτοί το παίξανε. Είναι πολύ καλοί. Την ευθύνη την έχει ο Μίλτος Λογιάδης. Και της Χορωδίας με τον τίτλο Φωνωδία ο Ιωάννης Ιδομενέως. Κάναμε τέσσερις συναυλίες σε κάθε πόλη της Κρήτης και αυτή στα Χανιά θα δισκογραφηθεί. Τώρα προέκυψε μια πρωτοβουλία από την ΕΡΤ και να το κάνουμε με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ και τη Χορωδία της για να το κάνουμε στο Ωδείο Αθηνών τον Μάρτιο (13 του μηνός). Συμμετέχουν ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, η Κλεονίκη Δεμίρη και η Polis Ensemble, σπουδαίο σύνολο. Ο ήχος σού χαϊδεύει το αφτί. Αυτά όσον αφορά το έργο αυτό. Εμένα όμως με ακουμπάει αυτό το έργο σαν να είναι και κινηματογραφικό. Είναι το σάουντρακ μιας ταινίας που δεν υπάρχει. Το πολιτιστικό αυτό απόθεμα που εναποτέθηκε στη χώρα μας μαζί με όσα τραγικά συνέβησαν φτάνει ως τα σήμερα, έχει διαπεράσει εκατό χρόνια. Ετσι κι αλλιώς για την τέχνη ισχύει αυτό.
Γιατί;
Μα γιατί η μόνη παράμετρος που είναι ικανή να σου δώσει την αλήθεια ή το ψέμα είναι ο χρόνος. Ετσι είναι. Γιατί κρατάει η «Πολιτεία» του Πλάτωνα μέχρι σήμερα; Γιατί ακούμε ρεμπέτικα ύστερα από εκατό χρόνια; Γιατί παίζεται ο Μότσαρτ;
Γιατί κάτι διαπερνά τον χρόνο και κάτι όχι;
Γιατί είναι καλό. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Ο Σαλιέρι φέρεται ότι ήταν ο αντίζηλος του Μότσαρτ, ενώ διετέλεσε και δάσκαλός του. Ο οποίος ήταν μια χαρά, ένας καλός συνθέτης, αλλά υπήρχε ο Μότσαρτ που ήταν ένα δυσθεώρητο μέγεθος και τον εξαφάνισε.
Μήπως όμως για διαπεράσουν ή όχι τα έργα τον χρόνο θα πρέπει να υπάρχει μια κοινή προϋπόθεση: πως το κοινό θα έχει ισομερή και ίση πρόσληψη των έργων;
Σαφέστατα, αυτό που λες είναι πολύ σημαντικό. Η πληγή των ημερών μας. Γιατί μεγάλο μέρος της σημερινής δημιουργίας, απότοκο ίσως της υπερπληροφόρησης, είναι πολύ δύσκολο μέσα στον ωκεανό να ψάξεις να βρεις.
Δεν έχουμε και δισκογραφία.
Αλλο κακό αυτό, μας κατέλυσε η τεχνολογία, που εγώ τη λατρεύω. Μέσα εκεί είμαι και ζω, με μαγεύει.
Και τι γίνεται;
Δεν ξέρει κανένας, δεν ξέρω τι διέξοδος θα βρεθεί. Ισως ένα νέο φορμάτ που να σου κάνει έναν τρισδιάστατο ήχο που επίσης να μην αντιγράφεται. Κατά τα άλλα δεν ξέρει κανείς.
Κινείστε μεταξύ του παλιού και του νέου κόσμου λοιπόν.
Αυτό συμβαίνει σε όλο τον οπτικοακουστικό κόσμο, κλέβονται όλα και διακινούνται. Το μόνο που μένει ζωντανό είναι οι ζωντανές εμφανίσεις. Αυτό δεν αντικαθίσταται. Είναι ένα βίωμα που δεν αποτυπώνεται. Αυτό έχει απομείνει. Ομως όλο αυτό που περιγράφουμε παρασύρει όλο το οικονομικό γίγνεσθαι διότι δεν αγοράζεται τίποτε, κυκλοφορεί δωρεάν. Ο μόνος τρόπος να υπάρξεις είναι από τα ραδιόφωνα που επίσης έχουν τα προβλήματα που έχουν. Εδώ επίσης υπάρχει ένα ολιγαρχικό σύστημα, που φέρνει ένα κακό αποτέλεσμα για τη χώρα μας που έχει τεράστιο θησαυρό και που και σήμερα έχει να προτείνει. Σου το λέω γιατί ξέρω κόσμο που έχει έργο στα συρτάρια του.
Είπατε για θησαυρό και μου ήλθαν στον νου τα «Αστεγα», αυτό το πείραμα που κάνατε με τον ήχο του ρεμπέτικου και το λεγόμενο ragtime, έχω την αίσθηση πως σας ενδιαφέρει να μπαίνετε ξανά στο ρεμπέτικο, να το ανανεώνετε, να το εμπλουτίζετε…
Είναι κατά κύριο λόγο τα βιώματά μου, ο πατέρας μου ήταν μουσικόφιλος, μεγαλώσαμε με αυτές τις μουσικές. Οπως καταλαβαίνεις τις ανακάλυψα εκ νέου. Ενα παράλληλο φαινόμενο που ασχολήθηκα ήταν για μένα το ragtime. Με είχε εντυπωσιάσει. Ηταν σαν προπομπός της τζαζ αλλά είχε δικό του ιδίωμα, βασιζόταν στον αυτοσχεδιασμό. Ο αντίστοιχος Μάρκος Βαμβακάρης είναι για αυτό το είδος ο Σκοτ Τζόπλιν. Με είχε ενθουσιάσει γιατί μετέφερε όλο το κλίμα της Αμερικής. Και μάλιστα με ένα όργανο, μια ξεκούρδιστη πιανόλα. Στην πορεία έγινε άποψη και τις ξεκούρδιζαν επίτηδες. Αυτά τα δύο με είχαν συγκινήσει, κάποια στιγμή ξέρεις πώς αυτά γίνονται. Αυτοσχεδιάζεις, τζαμάρεις και άρχισα να φτιάχνω θέματα μεταξύ αυτών των δύο. Αρχισα να φτιάχνω μελωδίες σε φόρμα τραγουδιού. Μετά έβρισκα εγώ στίχους, μου έδωσε ο Δημήτρης Λέντζος, έγραψα κι εγώ και φώναξα τον φίλο μου τον Γιώργο Νταλάρα που είχαμε μια επαφή λόγω κοινού στούντιο, μεγάλος γνώστης είναι. Μεγάλος εκτιμητής. Δεν είναι αυτονόητο αυτό. Κάποιος επέλεξε τις τραγουδάρες που είπε. Αυτός ήταν. Και όχι μόνο τις επέλεξε αλλά και τις πυροδότησε. Αυτό το είδα να συμβαίνει, άρα το ξέρω. Τα άκουσε λοιπόν αυτά, μπήκε στη λογική αυτή και το ‘πιασε αμέσως και σαν στρατιώτης υπάκουγε! Ποιος τώρα; Ο Νταλάρας! Και έτσι γίνανε τα «Αστεγα».
Νιώθω πως έχετε δύο όψεις, πάτε στο Μέγαρο της Μουσικής, πάτε και στην ταβέρνα Κληματαριά ή το Μπαράκι της Διδότου.
Αν δεν έχεις προκαταλήψεις, εγώ δεν είχα και δεν υπάρχουν στη μουσική, αυτό γίνεται. Ο Χατζιδάκις ήταν και με ορχήστρες, και στην Αμερική και έγραφε και το «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω». Αυτό είναι ευρύτητα πνεύματος. Κανείς πρέπει να την έχει έτσι κι αλλιώς. Εγώ είμαι με την ευρύτητα. Κινούμαι με αυτό που μου αρέσει. Ο,τι μου αρέσει στέκομαι πάνω του προσκυνημένος. Οταν με πήρε ο μουσικός Στέλιος Ταχιάτης στην ηχογράφηση «Οι μύθοι μιας γυναίκας» με τη Νάνα Μούσχουρη στο στούντιο Σιέρρα, το 1987, ήταν ο Μάνος εκεί. Είχε μια κόκκινη ακτινοβολία, μια ερυθρή αύρα. Ηταν εγκάρδιος πολύ. «Κάτσε να ακούσεις», μου είπε. Το μάγεμα που έπαθα εκείνη την ώρα δεν το ξεπέρασα ποτέ. Εκεί κατάλαβα πως το μέλημα δεν είναι να είσαι μαέστρος ή μουσικός καλός απλά αλλά να θες κάτι πολύ και να το κάνεις να προκύπτει. Αυτό ήταν για μένα πέντε πανεπιστήμια. Μου το δίδαξαν τρεις. Ο Μάνος, ο Μίκης και ο Σέργιος Τσελεπιδάκης.
Εκεί γνωρίζετε τον Χατζιδάκι;
Ναι και στην πορεία μέσω της μεγάλης μεσοφώνου Κικής Μορφονιού – με πήγε στον Μάνο για μια συναυλία που θα τραγουδούσε η ίδια τον «Ματωμένο γάμο» – πρότεινε να το ενορχηστρώσω εγώ. Συνεργαστήκαμε και στην Ορχήστρα των Χρωμάτων. Μου πε να γράψω και ένα έργο – ήταν τότε η επικαιρότητα του Μακεδονικού – όπου πέντε πόλεις θα διεκδικούσαν τον όρο Μακεδονία! Αλλά δεν προλάβαμε γιατί πέθανε λίγο μετά.
Με τον Μίκη Θεοδωράκη;
Με τον Μίκη γνωριστήκαμε λίγο πιο πριν. Με είχε πάει η μάνα μου σε όλες τις μεταπολιτευτικές συναυλίες του. Ενα βίωμα ανεξίτηλο. Παγκόσμιο φαινόμενο. Κάποια στιγμή πήγα και τον βρήκα στο Παρίσι. Είχε κάνει ο Κοντογεωργίου με τη Χορωδία της ΕΡΤ το «Ρέκβιεμ» του Μίκη και έπρεπε να πάει το βίντεο στο Παρίσι. Και του είπα πως θα το πάω εγώ – τότε ακόμη είχα τη σκέψη να πάω εκεί για σπουδές. Πήγα στο σπίτι του, το 1985-86, ήταν πέρα – δώθε τότε, ο οποίος ήταν έξω καρδιά, κάτσαμε ώρες, μιλήσαμε, του πήγα κι εγώ ένα δικό μου έργο, είχε μια μεγαλοψυχία, άλλου τύπου ποταμός. Κάναμε μαζί πράγματα όταν ήταν διευθυντής των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ – κυρίως ενορχηστρώσεις έκανα στα έργα και τραγούδια του.
Εσείς τελικά κάνετε σπουδές στη Γερμανία.
Ναι, έμεινα έξι χρόνια. Αννόβερο έναν χρόνο και Κολωνία άλλα πέντε.
Υπάρχουν πρόσωπα που σας καθορίζουν εκεί;
Βέβαια, ένα πρόσωπο που ακόμη συνεργάζομαι, κλαρινετίστας και συνθέτης, είναι ο Ελβετός Κλάουντιο Πούντιν – κάναμε μαζί το «Slow». Πολύ σημαντικός. Η Κολωνία ήταν και χωνευτήρι πολιτισμών – ήχων. Ακουσα Φρανκ Ζάππα για παράδειγμα, άκουσα τζαζ πολύ. Θεωρώ πως το επίπεδο εκείνο είναι πολύ υψηλό. Μεγάλη διδαχή για μένα. Το πιο μεγάλο ήταν αυτό, η μουσική ανεξιθρησκεία. Ισως και λόγω κεντρικότερης θέσης γεωγραφικά, το κρατούν αυτό. Κάθε πόλη της Γερμανίας έχει την ορχήστρα της.
Επίσης, παράλληλα με όλα αυτά, π.χ. τα συμφωνικά ή τις εργασίες σας με ορχήστρες, σας βρίσκουμε σε δεκάδες θεατρικά και έργα για τον κινηματογράφο. Πώς προκύπτει αυτό;
Αυτό είναι το δικό μου μετερίζι, το δικό μου αλώνι.
Μόνο τον Νίκο Μαμαγκάκη θυμάμαι να έχει κάνει τόσα και ετερόκλητα.
Μεγάλη περίπτωση ήταν ο Νίκος. Τον είχα και λίγο σαν μέντορα. Εξαιρετικός. Και πολύ ανήσυχο πνεύμα. Η μουσική για το σινεμά ήταν πάντα μια μεγάλη μου αγάπη. Είμαι Γερμανία για σπουδές όπου ένας φίλος στο Μόναχο, σπουδαστής, κάνει την τελική του ταινία για να πάρει το δίπλωμά του. Το 1989. Και μου λέει να κάνω τη μουσική. Το βάζουμε κάτω με πολλά ξενύχτια. Και το γράψαμε με φυσικά όργανα. Λεγόταν «Πτήση μέσα στη νύχτα» του Χάρη Πατραμάνη. Αυτή η ταινία και η μουσική έκανε αίσθηση στους κύκλους του Μονάχου. Και άρχισαν να μου ζητάνε. Αρχιζε να ανθεί και η διαφήμιση. Που τότε ήταν χρυσωρυχείο. Και έκανα πολλή μουσική για διαφημιστικά και στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Το ’90 άρχισε να σταματάει το είδος αυτό. Ερχονται οι μουσικές βιβλιοθήκες που πήγαινε ο διαφημιστής και την αγόραζε με εκατό δολάρια. Τώρα υπάρχουν image banks που μπορείς να κάνεις ταινία μόνος σου. Ευτυχώς δεν έμεινα σε αυτό. Κάνω θέατρο από ένα σημείο και μετά αρκετό. Πιο πρόσφατες παραστάσεις έχω με Μουμουλίδη, Καραντινάκη, τον «Ραφτάκο των λέξεων» (σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβάρα), πολλές.
Πώς δουλεύετε πάνω σε μια ταινία;
Ολα ξεκινούν απ’ το σενάριο, την πρώτη ύλη, ακόμη και πριν από την ταινία. Να πατήσουμε σε ένα νοηματικό υπόβαθρο. Αρχίζω και δοκιμάζω διάφορα πράγματα μουσικά. Συνήθως κάθονται με τη μία! Η ζύμωση βέβαια κρατάει για να φτιάξεις την πρώτη σου ύλη, πάντα σε συνεννόηση με τον σκηνοθέτη. Είναι συνεργατική δουλειά.
Εχει αυτοτέλεια η μουσική απ’ την ταινία;
Υπάρχει. Το πρώτο βέβαια είναι να υπηρετήσεις την ταινία. Αν είναι και ωραία η μουσική στέκεται και αυτόφωτα.
Πρόσφατα γράψατε μουσική για την ταινία του Μιχάλη Καφαντάρη που είναι in progress.
Το ‘κανα από την ψυχή μου μέσα. Είναι μεγάλο ταλέντο. Και το ‘κανε όλο μόνος του.
Είστε ανοιχτός.
Οταν είναι τόσο εξόφθαλμα φωτεινό, πάντα.
Κάτι τελευταίο, υπάρχει μια συζήτηση πάντα για την ελληνικότητα.
Υπάρχει το στοιχείο αυτό, η ταυτότητα. Ισχυρή. Και εντυπωσιακά ισχυρή για 200 χρόνια που είμαστε ελεύθεροι. Γεννάει και παθογένειες. Αλλά δεν παύει να υπάρχει και αποτελείται από μια ελιά, ένα πιάτο φάβα, μια παραλία. Είναι και κλίμα κατ’ αρχάς που παράγεται από κάποια συστατικά όπως τον καιρό, τις μουσικές μας, τους φίλους μας, το τι γράφουμε. Θέλω να είμαι και Ελληνας αλλά και πολίτης του κόσμου. Κι ο υπόλοιπος κόσμος μια χαρά είναι.
Τι άλλο κάνετε;
Κάνουμε ένα δίσκο με τον Δημήτρη Λέντζο, πολύ καλός στιχουργός, μου ‘δωσε κάποιο υλικό. Θα τα λέμε «υβριδικά λαϊκά» με αποχρώσεις από ήχους του ’70, ροκ μπαλάντας ας πούμε. Η μουσική έκρηξη έγινε στα 70s, πιο πολύ απ’ τα 60s.