Ο ποδοσφαιριστής Ατσου βγήκε ζωντανός έπειτα από δύο μέρες παραμονής κάτω από ερείπια. Ο ιταλός προπονητής Βιντσέντσο Μοντέλα κάνει εκκλήσεις για διεθνή βοήθεια. Ο τρομακτικός σεισμός στην Τουρκία δεν θα μπορούσε να μη χτυπήσει και τον τουρκικό αθλητισμό. Κάποιοι ξένοι ποδοσφαιριστές ειδικά, μένουν στην Τουρκία με το ζόρι. Τα πρωταθλήματα φυσικά κι έχουν σταματήσει. Είναι δύσκολο να ζεις με τους σεισμούς. Ειδικά αν είσαι ξένος. Και δεν έχεις καταλάβει πού βρίσκεσαι.

Εθνική Νέων

Εχω μείνει στο σχεδόν ισοπεδωμένο σήμερα Γκαζιαντέπ πέντε μέρες κάποτε – το 2015 όταν η ποδοσφαιρική Εθνική Νέων με προπονητή τότε τον Κώστα Τσάνα είχε αγωνιστεί για πρώτη φορά στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Είχε δώσει δύο ματς για τον όμιλο στο Γκαζιαντέπ κι ένα στην Τραπεζούντα. Κάποια σημεία της πόλης αυτής, που είναι κοντά στα σύνορα με τη Συρία, τα ‘βλεπα για μήνες στα όνειρά μου ή στους εφιάλτες μου. Μου αρέσει η Τουρκία – κυρίως η ευρωπαϊκή. Είναι ο τόπος που καταλαβαίνεις τις αντιθέσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ομως στην Κωνσταντινούπολη, στην Τραπεζούντα και στις πιο πολλές πόλεις στα δυτικά παράλια οι αντιθέσεις είναι τόσο πολύ ενταγμένες στην εικόνα ώστε αποκτούν χαρακτηριστικά πίνακα ζωγραφικής του οποίου τις λεπτομέρειες λατρεύεις: στο βάθος της νέας ερντογανικής Τουρκίας όπου βρίσκεται το Γκαζιαντέπ το είδος των αντιθέσεων, απλά δεν περιγράφεται!

 

Λάνιστερ

Το Γκαζιαντέπ που γνώρισα ήταν μια πόλη 1.600.000 κατοίκων, παλιά όσο και η ιστορία του εμπορίου μεταξύ Περσών και Ελλήνων. Η παρουσία ενός αρχικού οικισμού καταγράφεται στην ελληνιστική περίοδο και υπάρχει ένα μουσείο στην πόλη, όπου μπορείς να δεις μωσαϊκά και αγαλματάκια που σου επιτρέπουν να καταλάβεις ότι Ελληνες και Ρωμαίοι έφτασαν σε αυτά εδώ τα μέρη πιθανότατα μέσω Κύπρου, ήδη από το 150 π.Χ. Στις επιγραφές του μουσείου διαβάζεις ότι υπήρχε μια πόλη στην περιοχή που αναφέρεται ως Kings Landing, πράγμα που είχε πλάκα γιατί παραπέμπει στους Λάνιστερ του Game of Thrones. Ωστόσο το φτωχό Γκαζιαντέπ, περικυκλωμένο από την τουρκική έρημο, δεν μπορεί να ήταν χώρα βασιλιάδων ποτέ: η χρησιμότητά του ήταν ότι λειτουργούσε σαν σταθμός για τους καμηλιέρηδες της ερήμου που πηγαίνοντας προς τα παράλια, έβρισκαν εδώ καταφύγιο.

Είναι να απορείς τι είδους οικονομία αναπτύχθηκε σε αυτόν τον περίεργο ξερότοπο ώστε να κρατήσει σε αυτά τα μέρη πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψυχές – φυσικά υπάρχει εκεί και μια τεράστια κουρδική κοινότητα. Πιθανότατα λίγη κτηνοτροφία και λίγη γεωργία αρκούσαν μέχρι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και  ξεκίνησε ένα είδος βιομηχανικής ανάπτυξης, που ο Θεός να την πει έτσι. Η περιοχή έγινε γνωστή για τα ασημικά της και τα φιστίκια της κι αργότερα για τη μαζική παραγωγή μπακλαβά. Και μετά ήρθε ο Ερντογάν.

Μανχάταν

Το κόμμα του Ερντογάν (πρωτο)κέρδισε τον δήμο της πόλης πολύ πριν αυτός ξεκινήσει την πορεία προς την Κωνσταντινούπολη. Οταν έγινε πρωθυπουργός (ή «νέος Σουλτάνος»), αυτή η περιοχή υπήρξε μια από τις πρώτες του προτεραιότητες. Κοντά σχετικά στην πόλη δημιουργήθηκαν δύο τεχνητές λίμνες: η εκτροπή των υδάτων τους με φράγματα δημιούργησε μια δυνατότητα για νέες καλλιέργειες – το Γκαζιαντέπ βρέθηκε ξαφνικά να παράγει ελιές. Προέκυψε μια άνθηση της κτηνοτροφίας και ξαφνικά άρχισαν να εμφανίζονται στην περιοχή τα πρώτα σοβαρά εργοστάσια. Και στην τρίτη τετραετία του Ερντογάν ξεκίνησε το θαύμα της οικοδομής: στο Γκαζιαντέπ προέκυψε ένα νέο κομμάτι με θηριώδεις πολυκατοικίες 30 και 40 ορόφων. Οταν ήμουν εγώ εκεί ακόμα δεν είχαν ολοκληρωθεί: τις έβλεπες στη μέση του πουθενά. Είναι σαφές ότι η πρόθεση ήταν να μεταφερθεί σε αυτό το καινούργιο κομμάτι, που έχει μια ψευτοαμερικάνικη αισθητική, ολόκληρη η πολύ φτωχή παλιά πόλη. Γιατί αυτό ήταν κυρίως το Γκαζιαντέπ: δεκάδες χιλιάδες χαμόσπιτα στα οποία στεγάζονται οικογένειες που έχουν 5 και 8 παιδιά. Προσοχή, όμως: βλέποντας αυτές τις θηριώδεις κατασκευές καταλάβαινες ότι η όποια μετάλλαξη της πόλης συνέβαινε με μια ταχύτητα εξωπραγματική. Αυτό το απίστευτο πράγμα που γεννιόταν με σκοπό να γίνει ένα είδος «Μανχάταν των φτωχών στην Ανατολία» καταλάβαινες πως δεν βασιζόταν σε σοβαρά πολεοδομικά σχέδια. Τίποτα δεν φαινόταν να υπακούει σε κανόνες. Αν λέμε ότι στην Αθήνα υπήρξε οικοδομική ανάπτυξη χωρίς όρους, εκεί ο όρος ήταν άγνωστη λέξη.

Κεμάλ

Είχα συμπαθήσει αρκετά το πολύ φτωχό Γκαζιαντέπ, των υπαίθριων αγορών, των τσιγκενέ μαχαλάδων και των χωμάτινων σοκακιών. Υπήρχε βέβαια δίπλα σε αυτό κι ένα Γκαζιαντέπ, ας πούμε ευρωπαϊκό – μια συμπαθητική πόλη περίπου 300 χιλιάδων κατοίκων στην πλατεία του κέντρου της οποίας δεσπόζει, όχι τυχαία, το άγαλμα του Κεμάλ. Δεν ήταν μια όμορφη πόλη αυτό το κομμάτι του Γκαζιαντέπ, αλλά έχει τα καφέ και τα εστιατόριά του, τους εμπορικούς του δρόμους, το γήπεδό του, τα μεγάλα ξενοδοχεία, ακόμα και μια σειρά από μαγαζιά που έδιναν την αίσθηση μιας κάποιας νυχτερινής ζωής – πράγμα άξιο αναφοράς σε μια πόλη, στην οποία η κατανάλωση αλκοόλ μετά τις 10.30 το βράδυ απαγορευόταν. Ενιωθες τότε ότι αυτό το κομμάτι της πόλης περιοριζόταν και ότι περικυκλωνόταν από κάτι νέο, που δεν της μοιάζει και συγχρόνως είναι και τρομακτικά τεράστιο. Και φανατικά με τον Ερντογάν.

Θλίψη

Θυμάμαι τις ημέρες που ήμουν εκεί διάφορα τηλεοπτικά κανάλια να μεταδίδουν τις ομιλίες του Ερντογάν. Υπήρχε κόσμος, πολύς κόσμος, που μαζευόταν μπροστά σε μαγαζιά που πουλάνε τηλεοράσεις για να ακούν τα διαγγέλματα. Ηταν κόσμος κατά βάση φτωχός που έχει την προσδοκία να αποκτήσει το πολυπόθητο διαμέρισμα στην πολυκατοικία-τέρας που δημιουργείται στην περιφέρεια και που ονειρεύεται πως θα φύγει από το χαμόσπιτο που αντί για σκεπή έχει έναν ηλιακό θερμοσίφωνα και μια δορυφορική κεραία. Αυτόν τον κόσμο τον παρακολουθούσε με αγωνία ένας άλλος κόσμος, που αισθανόταν ότι σε λίγο καιρό μπορεί και το δικό του κομμάτι της πόλης να είναι συνώνυμο της παρακμής – κατάλοιπο μιας εποχής που η Τουρκία ονειρευόταν να γίνει Ευρώπη και η οποία για τον Ερντογάν και τους πιστούς του τελείωσε. Υπήρχε το Γκαζιαντέπ της ανάπτυξης, το Γκαζιαντέπ της φτώχειας και το αστικό Γκαζιαντέπ – μια πόλη στα τρία με έναν εσωτερικό παράξενο ανταγωνισμό. Σήμερα ήρθε ο σεισμός και τα τρία κομμάτια του Γκαζιαντέπ τα ισοπέδωσε. Οι πολυκατοικίες ήταν χάρτινες. Τα κουρδικά και τα τουρκικά χαμόσπιτα δεν άντεξαν. Και το παραδοσιακό κομμάτι της πόλης, που οδηγούνταν στην παρακμή ώστε να μη μείνει τίποτα στην περιοχή που να θυμίζει παλιά Τουρκιά λογικά θα ‘χει σβήσει. Το αόρατο χέρι της μοίρας έβαλε τέλος στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς της πόλης. Αφήνοντας μόνο ένα γοερό κλάμα.