«Το κλίμα είναι καλύτερο απ’ ό,τι τα 200 τελευταία χρόνια»: έτσι περιγράφουν βρετανικοί κύκλοι τις μυστικές διαπραγματεύσεις που έχει ξεκινήσει από τον Νοέμβριο του 2021 ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην πατρίδα τους. Τα εμπόδια είναι γνωστά. Η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί να «δανειστεί» κάτι που της εκλάπη και το Βρετανικό Μουσείο δεσμεύεται από έναν νόμο του 1963 που απαγορεύει τον επαναπατρισμό των Γλυπτών. Οταν υπάρχουν όμως ρεαλισμός και καλή θέληση, όλα τα εμπόδια μπορεί να ξεπεραστούν.
Το σχέδιο που αποκάλυψαν χθες οι «Financial Times» προβλέπει να υπάρχουν ανά πάσα στιγμή το ένα τρίτο έως τα μισά γλυπτά στο Μουσείο της Ακρόπολης και τα υπόλοιπα στο Βρετανικό Μουσείο. Προς το παρόν η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει αυτή την «κυκλική εναλλαγή» και απαιτεί τη μόνιμη επιστροφή όλων των Γλυπτών χωρίς κανέναν όρο. Διάχυτη είναι όμως η αισιοδοξία πως μετά τις εκλογές μπορεί να επιτευχθεί μια λύση.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, καλό είναι να υπάρξει μια διακομματική συναίνεση. Ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να πάψει να συνδέει την τύχη των διαπραγματεύσεων με το πρόσωπό του ή το κόμμα του και η αντιπολίτευση θα πρέπει να πάψει να καταγγέλλει τους «συμβιβασμούς» και τις «υπαναχωρήσεις». Το ζήτημα είναι εθνικό. Και η αδιαλλαξία θα οδηγήσει απλώς σε ένα νέο αδιέξοδο.
Η επιφύλαξη που εκφράζουν ακόμη και καλόπιστοι παρατηρητές είναι ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν αποτελούν μόνο ένα ισχυρό σύμβολο του ελληνικού έθνους, αλλά αντιπροσωπεύουν και την ιδέα του ελληνικού και κλασικού πολιτισμού σε όλο τον κόσμο. Εχουν δηλαδή και εθνικό και διεθνή ρόλο. Κάτι τέτοιο όμως θα τα καταδίκαζε σε μια διαρκή περιπλάνηση, ώστε να μπορούν να τα θαυμάζουν όχι μόνο οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι Ινδοί ή οι Αφρικανοί. Οπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο πολιτισμός δεν τεμαχίζεται. Yπόκειται όμως μοιραία σε πολιτικές συμφωνίες.