Μία πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας πριν από ενάμιση χρόνο, ότι δηλαδή η Ελλάδα θα είναι η γηραιότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2030 είχε σοκάρει. Και δυστυχώς, τα στατιστικά δεδομένα και οι δημογραφικές προβολές των επιστημόνων δεν δίνουν μεγάλα περιθώρια για… ανατροπές.
Η κατάσταση στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως είναι παγιωμένη: Πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από όσοι γεννιούνται. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2021 οι αριθμός των θανάτων έφτασε τους 143.919, την ώρα που οι γεννήσεις μόλις που ξεπέρασαν τις 85.300.
Κι αυτή η εικόνα δεν είναι αποτύπωση μόνο μιας χρονιάς. Οπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες καταγράφεται πτωτική τάση των γεννήσεων. Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επιστ. υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», Βύρων Κοτζαμάνης, οι γεννήσεις μειώνονται μετά το 1980 και βρίσκονται σήμερα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αύξηση των θανάτων, την εμφάνιση για πρώτη φορά τα τελευταία εκατό χρόνια στη χώρα μας – αν εξαιρέσουμε την Κατοχή – σταθερά αρνητικών φυσικών ισοζυγίων».
Είναι ενδεικτικό, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα, πως το 2010 καταγράφηκαν 114.766 γεννήσεις, εκ των οποίων οι 8.351 ήταν εκτός γάμου ενώ 10 χρόνια μετά, ο αριθμός των γεννήσεων έπεσε στις 84.818, εκ των οποίων οι 73.077 ήταν εντός γάμου, οι 7.770 εκτός γάμου και 3.917 εντός συμφώνου συμβίωσης. Ακόμη, όμως, κι όσοι πίστευαν πως η πανδημία του κορωνοϊού και η καραντίνα θα φέρει έκρηξη γεννήσεων διαψεύστηκαν. Αλλωστε, όπως επισημαίνουν οι δημογράφοι, δεν έχει υπάρξει αύξηση γεννήσεων σε περιόδους πανδημίας ή κρίσεων.
Οι τρεις αιτίες
Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι, όπως σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης, που οι γεννήσεις μειώνονται. «Τα ζευγάρια που κάθε χρονιά τεκνοποιούν κάνουν κατά μέσο όρο όλο και λιγότερα παιδιά από ό,τι οι γονείς τους, ενώ κάνουν τα παιδιά τους όλο και σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία. Παράλληλα, το πλήθος των ζευγαριών που γίνονται γονείς μειώνεται σιγά σιγά, είναι δηλαδή όλο και λιγότεροι».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκδοσης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής «Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα» που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση το 2009 ήταν 30,3 έτη ενώ το 2020 ανέβηκε στα 31,7 χρόνια. Την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος παιδιών που θα κάνει μια Ελληνίδα κατά τη διάρκεια της ζωής της το 2020 ήταν 1,4.
«Στην Ελλάδα, αντίθετα από ό,τι οι περισσότεροι πιστεύουμε, η γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1940 και άρχισαν να κάνουν παιδιά μεταπολεμικά δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα υψηλή καθώς καμιά από τις γενεές αυτές, για τις οποίες μπορούμε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία να υπολογίσουμε την τελική τους γονιμότητα, τον αριθμό δηλαδή των παιδιών που έφεραν στον κόσμο, δεν εξασφάλισε την αναπαραγωγή της, δηλαδή δεν αντικαταστάθηκε κάθε μητέρα από μια κόρη αν λάβουμε υπόψη και τη θνησιμότητα», τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης. Προσθέτει, δε, πως στις γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’50 η πτώση της γονιμότητας επιταχύνεται καθώς αυτές που γεννήθηκαν 1955-59 έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο 1,9 παιδιά, όσες γεννήθηκαν το 1965 έκαναν 1,8 ενώ αυτές που έχουν γεννηθεί το 1975-79 θα κάνουν κατά μέσο όρο λιγότερα από 1,55 παιδιά. «Ταυτόχρονα, η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξάνεται συνεχώς: 25,5 έτη στη γενεά του 1960, περισσότερο από 30 έτη στις γενεές 1975-1979. Υπολογίζεται, δε, πως 1 στις 5 γυναίκες της γενιάς του ’80 δεν θα κάνει καθόλου παιδιά».
Την ίδια στιγμή, οι δημογραφικές προβολές που έχουν πραγματοποιήσει οι επιστήμονες δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές: Οι γεννήσεις το 2030 με 2040 θα κυμαίνονται – στην περίπτωση που δεν συμβεί κάτι συνταρακτικό – μεταξύ 75.000 – 80.000.