Αγριόσαλπα, λαγοκέφαλος, σαρδελόγαυρος, τρομπέτα, λεοντόψαρο: μπορεί για τους περισσότερους αυτές οι ονομασίες να είναι ξένες, ξενικά όμως είναι και τα είδη αυτά, τα οποία έχουν μεταναστεύσει και εγκατασταθεί στις ελληνικές θάλασσες.
Η κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ το 1869, που αποτέλεσε ένα φυσικό κανάλι επικοινωνίας της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού με τη Μεσόγειο, αλλά και η ναυσιπλοΐα, τόσο με τα έρματα όσο και με τα ίδια τα ύφαλα των πλοίων, είναι οι βασικές αιτίες που βλέπουμε σήμερα θαλάσσιους… εισβολείς και στα ελληνικά νερά.
Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατη έρευνα, ο αριθμός των αλλοχθόνων ή ξενικών ειδών που έχουν καταγραφεί στη Μεσόγειο έχει φτάσει σχεδόν τα 1.000 είδη, εκ των οποίων 751 έχουν εγκατασταθεί, εμφανίζουν δηλαδή μικρότερους ή μεγαλύτερους πληθυσμούς, και ακόμη 242 είδη εμφανίζουν μεμονωμένες έως ελάχιστες καταγραφές. Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο ιχθυολόγος στον υδροβιολογικό σταθμό του ΕΛΚΕΘΕ στη Ρόδο Γεράσιμος Κονδυλάτος, στις ελληνικές θάλασσες, σύμφωνα με δημοσίευση του 2018, έχουν καταγραφεί 214 αλλόχθονα είδη και άλλα 62 κρυπτογενή, δηλαδή είδη των οποίων η προέλευση είναι ακόμα άγνωστη. «Καλό θα είναι να διευκρινίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε μόνο σε είδη ιχθύων αλλά επίσης σε μαλάκια, πολύχαιτους, καρκινοειδή και άλλα ασπόνδυλα και μακροφύκη».
Ο ανταγωνισμός
Οπως σημειώνουν οι επιστήμονες, το κυριότερο χαρακτηριστικό τους, ο ανταγωνισμός τους σε τροφή και ενδιαιτήματα, δηλαδή το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζουν, με αυτόχθονα είδη. Προσθέτει δε πως αρκετά είδη έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν δραστικά τη βιοποικιλότητα και τα θαλάσσια οικοσυστήματα, όπως είναι για παράδειγμα τα εισβολικά είδη. Αλλα πάλι καλύπτουν θέσεις και λειτουργίες που έχουν μείνει κενές λόγω της μείωσης του αριθμού των αυτόχθονων ειδών ή και της συρρίκνωσης των πληθυσμών ειδών, κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο. «Επομένως, οι επιπτώσεις των αλλόχθονων ειδών δεν είναι πάντα και μόνο αρνητικές. Μην ξεχνάμε ότι η Μεσόγειος, και πιο έντονα η Ανατολική, υποφέρει πρωτίστως από την κλιματική αλλαγή και την αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών της υδάτων, τη ρύπανση, την αλιευτική πίεση».
Ταινιοπαλαμίδα, ζαβογαρίδα Ερυθράς, φεγγαροκάβουρας, μαύρη φούσκα, μαυρολοχίας: όλα αυτά τα είδη που εισέρχονται στη Μεσόγειο συνήθως δεν έχουν κοινό όνομα στα ελληνικά, οπότε και οι αλιείς τούς αποδίδουν πρώτοι ένα νέο κοινό όνομα. Για τον λόγο αυτό το κοινό τους όνομα μπορεί να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.
Η παρουσία ξενικών ειδών στη Μεσόγειο έχει αποτελέσει εδώ και χρόνια αντικείμενο πολλών επιστημονικών προγραμμάτων. Ενα από αυτά είναι και το έργο 4ALIEN, με υπεύθυνο φορέα υλοποίησης το ΕΛΚΕΘΕ και εταίρους το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το WWF Ελλάς.
Σύμφωνα με τον κ. Κονδυλάτο, εδώ και πολλές δεκαετίες είναι γνωστή η κατανάλωση του λευκού και μαύρου γερμανού στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Πρόσφατα, δε, και δειλά δειλά εμφανίζονται και άλλα είδη στον πάγκο του ιχθυοπώλη και στο πιάτο του καταναλωτή, όπως είναι ο σαρδελόγαυρος, η τρομπέτα, ο μαυρολοχίας, ο κουτσομουρόλουτσος, το σουπιοκαλάμαρο, καθώς αλιεύονται σε μεγάλους αριθμούς. «Είναι εδώδιμα και σε διάφορες περιπτώσεις γευστικά ισάξια με αυτόχθονα, συγγενικά τους είδη». Ακόμη και το λεοντόψαρο, όπως λέει, που έχει… δυσφημιστεί εξαιτίας της τοξίνης που μπορεί να εγχύσει από τις σκληρές του άκανθες, είναι εδώδιμο ψάρι, το οποίο μπορεί ο καταναλωτής να το αγοράσει – και μάλιστα σε πολύ προσιτή τιμή – καθαρισμένο, χωρίς τον φόβο ότι θα διατρέχει κάποιο κίνδυνο από «τσίμπημα».
Την ίδια στιγμή, ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα από προγράμματα που εκπονούνται από το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών σε συνεργασία με άλλους φορείς, όπως το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (EXPLIAS, LagoMeal), σύμφωνα με τα οποία ο λαγοκέφαλος, όπως και άλλα εισβολικά είδη (λεοντόψαρο, τρομπέτα), μπορεί να αποτελέσει είδος στοχοποιημένης αλιείας καθώς το κολλαγόνο, τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και η τετροδοτοξίνη του μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.