Οι καλλιτέχνες είστε ακόμη στους δρόμους. Πώς θα βρεθεί λύση πιστεύετε;

Πρόκειται για ένα άλυτο θέμα εδώ και πολλές δεκαετίες. Είμαστε ουσιαστικά αταξινόμητοι. Κάποτε μας έβαζαν βαρέα ένσημα και μάλιστα επειδή δεν ήξεραν σε ποια κατηγορία να μας συμπεριλάβουν, μας ενέτασσαν στους μηχανικούς αεροπλάνων. Ολες οι εξουσίες στην Ελλάδα δεν μας αντιμετώπισαν ποτέ με σοβαρότητα. Ενδεικνύει έλλειψη πολιτισμού να επικρατεί αυτό το χάος στον κλάδο μας. Δηλαδή σπουδάζει κάποιος 12 χρόνια βιολί και εξομοιώνεται το πτυχίο του με απολυτήριο Λυκείου; Πρωτίστως το ζήτημα για μένα είναι ηθικό. Κάτι είμαστε οι καλλιτέχνες, κάτι προσφέρουμε. Τι απαξίωση είναι αυτή;

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη θεατρική παιδεία στην Ελλάδα;

Υποφέρει. Υπάρχουν λίγες καλές σχολές αλλά οι περισσότερες «παίζουν» με τα όνειρα των παιδιών. Με έχουν καλέσει να πάω να διδάξω σε δραματική σχολή, τους εξήγησα ότι δεν έχω χρόνο και μου απάντησαν «το όνομά σου θέλουμε, ας μην έρχεσαι». Στη δική μας σχολή (σ.σ.: του Πάνου Κατσέλη) στο δεύτερο έτος ήμασταν εννέα και στο τρίτο πέντε. Ετσι λειτουργούσε ο Κατσέλης: αν δεν έκανες, έφευγες. Δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα. Πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, αξιόπιστες επιτροπές που θα δίνουν τα πτυχία. Ετσι δεν θα υποθηκεύεται το μέλλον των παιδιών. Γιατί αν κάποιος δεν έχει το ταλέντο δεν θα προχωρήσει. Και στη δική μας δουλειά γίνεσαι κομπλεξικός, επειδή δεν είναι πολύ εύκολο να δεχτείς ότι δεν έχεις προοπτικές. Και εδώ αρχίζουν οι πικρίες. Ακούς 60άρηδες να λένε «εγώ δεν προχώρησα γιατί δεν πήγα με “αδελφές”, δεν έτρωγα με δημοσιογράφους» κ.λπ.

Αυτά δεν ακούγονται σίγουρα ευχάριστα στ’ αφτιά πολλών συναδέλφων σας.

Ακούω βρισίδια κατά καιρούς αλλά μου είναι παγερά αδιάφορο.

Στην ελληνική θεατρική σκηνή επικρατεί ελιτισμός. Το γεγονός ότι δεν ανήκετε στους καλλιτέχνες που κάνουν προχωρημένες, ή αν θέλετε πειραματικές παραστάσεις, σας έκανε να επιθυμήσετε να δοκιμάσετε ή να ανήκετε σε αυτό το είδος;

Κάνω αυτό που ξέρω ότι μπορώ να κάνω καλά. Πιστεύω ότι όλα τα άνθη πρέπει να υπάρχουν σε αυτό τον μπαξέ που λέγεται θέατρο. Οταν πηγαίνω σε μια παράσταση – γιατί παρακολουθώ όταν έχω χρόνο – η οποία έχει μια ακραία άποψη, αλλά διαθέτει στον πυρήνα της κάτι, ιδέα, βάσανο, μια καινούργια πρόταση, εκεί υποκλίνομαι. Οχι όμως στους ημιατάλαντους εξυπνάκηδες. Εκεί γίνομαι έξαλλος.

Ξεκινήσατε από το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, συνεργαστήκαμε με τον Λευτέρη Βογιατζή. Ζηλευτό ξεκίνημα. Ποιον θεωρείτε σπουδαίο δάσκαλο;

Τον αγαπώ πολύ τον Λευτέρη, είμαστε πολύ φίλοι – εγώ μιλάω σε ενεστώτα χρόνο για τον Λευτέρη – και τον ξέρω πολύ καλά. Αλλά δεν ήταν εύκολο να πάρεις πράγματα. Είναι πολύ εγωπαθής. Δεν έδινε. Πήρα πολλά από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον θεωρώ σπουδαίο δάσκαλο.

Πώς επιλέγετε τα έργα που θ’ ανεβάσετε;

Ψάχνω εκείνα που θα μ’ ερεθίζει ο ρόλος, που μου προκαλεί ουσιαστικό ενδιαφέρον. Αν με ρωτήσει δηλαδή κάποιος φίλος «γιατί επέλεξες αυτή την παράσταση;» η απάντηση να μην είναι «για να γελάει ο κόσμος και να κόβουμε εισιτήρια». Ετσι δούλεψα για το «Sexy Laundy» (σ.σ.: που παίζεται τώρα στο θέατρο ΚΑΠΠΑ με τη Ρένια Λουιζίδου) ή στο «Δείπνο ηλιθίων». Μάλιστα το συγκεκριμένο το ανέβασα γιατί διέβλεψα ότι μπορώ ν’ αναδείξω αυτόν τον ιδιότυπο ρατσισμό της καθημερινότητας, «α τον κοντό, τον βλάκα, τον ανόητο» κ.λπ., που όλοι έστω και άθελά μας σκεφτόμαστε. Υπάρχει και μια ιστορία πίσω απ’ αυτό: πηγαίνω με το τρένο στο Θεσσαλικό Θέατρο που έπαιζα τότε, ανοίγει την πόρτα του κουπέ ένας τύπος ο οποίος ήταν βρώμικος, αξύριστος, 30 κιλά όλος κι όλος και μου λέει «θα μου δώσεις ένα τσιγάρο να σου πω ένα ποίημα; Από Σικελιανό, Βαλαωρίτη, Καβάφη ό,τι θες». Στον δρόμο, μου λέει την ιστορία του. Ηταν από τη Θεσσαλονίκη, ο μπαμπάς του είχε ένα εργοστάσιο, το οποίο πέρασε στον αδελφό του γιατί εκείνος ήταν λίγο «αλλού». Ζούσε σε παγκάκια και πού και πού του έδινε ο αδελφός του κανένα χαρτζιλίκι. Τον πήρα μαζί μου, τον πλένω, τον ξυρίζω, του πήρα κοστούμι, του βρήκα δωμάτιο και ερχόταν πάντα μαζί μας όταν πηγαίναμε σε άλλα θέατρα να παίξουμε. Εγινε η μασκότ μας. Από τότε ο Γιάννης δεν πέρασε πρεμιέρα μου που να μην έρθει, να στείλει λουλούδια και να έχει βγάλει εισιτήριο. Είναι ένας ωραίος άνθρωπος, με μυαλό ξουράφι και γνώσεις.

Σας γοητεύει η γνώση;

Βέβαια, γιατί μοχθείς για να μάθεις κάτι, ενώ με το ταλέντο απλώς ό,τι έχεις σου βγαίνει φυσικά.

Πώς προσπαθήσατε να εξελιχθείτε;

Δουλεύοντας πολύ αυστηρά με τον εαυτό μου. Εκείνο που με έσωσε ήταν ότι πάντα σκεφτόμουν ότι «δεν ξέρω τίποτα». Ετσι προσεγγίζω τα πράγματα και μου έχει κάνει καλό. Οταν ακούω να λέει κάποιος «αυτό να το κάνουμε έτσι γιατί θα βγάλει γέλιο» τρελαίνομαι, θέλω να φύγω από το παράθυρο. Δεν ξέρουμε τίποτα. Ας πούμε την ιστορία με την προσωπική μας αλήθεια και θα δούμε τι θα βγει.

Από τους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει πού βρήκατε περισσότερο τον εαυτό σας ή δώσατε περισσότερα απ’ ό,τι έχετε μέσα σας;

Από τότε που κάναμε τον Ερωτόκριτο στο Αμφιθέατρο έχω ερωτευτεί τη γλώσσα του Κορνάρου. Τις λέξεις, τον ρυθμό! Επίσης κάτι που φαίνεται ότι το είχα ανάγκη και με «τρύπησε», είναι το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα πριν από τρία χρόνια. Αυτό προέκυψε όταν μέσα στην καραντίνα μαζευτήκαμε δέκα φίλοι σ’ ένα μεγάλο σπίτι που νοικιάσαμε – δημιουργήσαμε κάτι σαν κοινόβιο -, κάναμε ποιητικές βραδιές, βλέπαμε ταινίες, μαγειρέματα, μουσικές, γέλια ατελείωτα. Τότε μια μέρα, του ήρθε η ιδέα του Κακλέα. Λόγω κορωνοϊού δεν γινόταν τίποτα και είχαμε ανάγκη να δείξουμε ότι υπάρχει το θέατρο. Είπα ναι και μου έκανε πολύ καλό αυτή η παράσταση: στο μυαλό μου, εσωτερικά, παντού! Ο,τι υπήρχε σκόρπιο μέσα σου, συναρμολογήθηκε…

Τι δηλαδή;

Ο,τι ξέρουμε όλοι για τους ανθρώπους, την ανοησία, το αδιέξοδο, την απληστία.

Προσπαθείτε να διασφαλίσετε – στην πορεία σας – μια «πλεονεκτική» θέση για εσάς; Να μην κλονιστεί ας πούμε η εικόνα σας;

Δεν λειτούργησα ποτέ ως πρωταγωνιστής. Θέλω να μου αρέσει ο ρόλος και ας είναι τρίτος δεν με νοιάζει. Η αλήθεια, είμαι 10 χρόνια τώρα σε αυτό το θέατρο (σ.σ.: ΚΑΠΠΑ) και ζουν 18 οικογένειες. Πρέπει να τις σκεφτώ. Δεν μπορώ να τους αφήσω για να πάω να κάνω εγώ το ψώνιο μου. Σε αυτά είμαι γειωμένος, μονόχνωτος, μονοδιάστατος.

Με αφορμή αυτό που μου λέτε, θυμήθηκα ότι παλαιότερα ζητούσατε χρήματα για τις συνεντεύξεις σας τα οποία προσφέρατε στο Θέατρο Κωφών.

Ναι και σταμάτησε για έναν πολύ δυσάρεστο λόγο. Αυτός που ήταν και πολύ καλός ηθοποιός και δραστήριος, πνίγηκε στο ψάρεμα. Είχαμε φτάσει με τα παιδιά μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωστή Στεφανόπουλο για να ενταχθούν στο υπουργείο Πολιτισμού – από το Κοινωνικής Πρόνοιας όπου ανήκαν. Μας το είχε υποσχεθεί, θα γινόταν, αλλά διαλύθηκε η ομάδα.

Μου αφηγείστε περιστατικά από τη ζωή σας – μακάρι να μπορούσα να τα βάλω όλα – και διαπιστώνω ότι τα περισσότερα έχουν το στοιχείο της αλληλεγγύης.

Δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ τη ζωή διαφορετικά. Τη χαρά που παίρνεις όταν προσφέρεις δεν μπορεί τίποτα να σου τη δώσει ούτε ο έρωτας. Ισως οι φίλοι. Εμένα με μεγάλωσαν οι φίλοι μου. Ποντάρω πολύ στη φιλία. Εχω δυο φίλους που είμαστε από 12 ετών μαζί – ο Βασίλης και ο Βασίλης. Ο ένας μας έφυγε πέρυσι.

Από τη δουλειά σας κάνατε φίλους;

Ναι και είναι σαν να είμαστε από παιδιά μαζί. Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ο Αργύρης Παυλίδης. Επίσης έχουμε πάρα πολύ καλή σχέση με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, τη Ρένια Λουιζίδου και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, με τις οποίες είμαστε σαν συγγενείς.

Είναι δύσκολο να δημιουργήσει κανείς σχέσεις μεγαλώνοντας;

Στη φιλία δεν βάζω όρια. Μπορώ να γνωρίσω κάποιον και επειδή δεν υπάρχουν οι κτητικότητες που επικρατούν στις ερωτικές κυρίως σχέσεις να προκύψει βαθιά φιλία. Επίσης αγαπάω τους ανθρώπους, αλλά μακριά τους. Στο άλλο…

Στον έρωτα εννοείτε;

Ναι. Εχω γίνει πολύ δύσκολος.

Γιατί;

Δεν ξέρω πραγματικά. Μια γυναίκα που πριν από δέκα χρόνια θα έκανα κάτι για να την κατακτήσω. Τώρα αρχίζω και λέω – για παράδειγμα – «α ναι, μου αρέσει, αλλά κάτι έχει το νύχι της, το δάχτυλό της». Απολαμβάνω πολύ να είμαι μόνος μου και την αντροπαρέα.

Δεν φοβάστε ότι μπορεί να μείνετε μόνος;

Μα για εκεί το πάω. Οχι δεν το φοβάμαι, το επιδιώκω. Ισως μείνουμε σ’ ένα σπίτι με φίλους όλοι μαζί. Από μικρός έτσι είμαι. Δεν έχω πάει σε πάρτι, παρά μόνο μια φορά στα 13 μου. Μέθυσα με βερμούτ και το πρωί που ξύπνησα πονούσαν τα πόδια μου. Ρώτησα τη μητέρα μου γιατί πονάω τόσο και μου είπε «τις “έφαγες” από τον μπαμπά. Σε ρώτησε τι ήπιες και του απάντησες “δεν μας γ…εις κι εσύ”»!

Δεν φοβηθήκατε ούτε όταν αντιμετωπίσατε την ασθένειά σας;

Δεν φοβάμαι τον θάνατο, όσο τα γηρατειά.

Τι σας ρωτούν συχνά τα νέα παιδιά;

Πώς θα μπουν στα κυκλώματα. Δεν είμαστε τόσα καλά οργανωμένοι για να έχουμε κυκλώματα.

Παρέες δεν υπάρχουν όμως;

Βεβαίως. Αν για παράδειγμα εμείς οι δυο κάνουμε παρέα, συνομιλούμε, ταιριάζουμε και διαπιστώνω ότι σου ταιριάζει ένας ρόλος, έχω κανέναν λόγο ν’ αναζητήσω κάποιον άλλον;

Οχι, όχι, από τώρα σας λέω ότι θα τον δεχτώ!