Η αποχώρηση του Κώστα Καραμανλή από την κοινοβουλευτική σκηνή έφερε στην επιφάνεια ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα για έναν πολιτικό: Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να αποχωρήσεις; Πολλοί ήταν εκείνοι οι βουλευτές που δεν κατάλαβαν πως είχε έρθει η ώρα τους – προσπάθησαν για ακόμη μια φορά, μια τελευταία, να εκλεγούν και απέτυχαν, λαμβάνοντας το μήνυμα της συνταξιοδότησης, τουλάχιστον από τον κοινοβουλευτικό βίο, ως ραβασάκι από το εκλογικό τους ακροατήριο. Για τους πρώην αρχηγούς, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η δημόσια παρουσία τους είναι σημείο κομματικής αναφοράς, είναι εθνικός σταθμός – ποιος είναι αυτός που στ’ αλήθεια γνωρίζει πότε πρέπει να πει αντίο, μεταβάλλοντας οριστικά τον ρόλο του στη δημόσια σφαίρα;
Οι αλλαγές της γαλάζιας ηγεσίας
Στη ΝΔ η παράδοση είναι μάλλον συνετή και αυτήν ακριβώς ακολούθησε ο Κώστας Καραμανλής. Ο ιδρυτής της παράταξης – και θείος του – επέλεξε να εγκαταλείψει τη θέση του προέδρου του κόμματος για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά από μήνες φημολογίας για τις επόμενες κινήσεις του. Με τη μετριοπάθεια που τον χαρακτήριζε και ένα ευρωπαϊκού τύπου δημοκρατικό αισθητήριο που απέκτησε μετά τη δικτατορία, ο αντικαταστάτης του, Γεώργιος Ράλλης, παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΝΔ δύο μήνες μετά την ήττα του από τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1981. Το 1987 διαφώνησε πρώτη φορά με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ανεξαρτητοποιήθηκε από το κόμμα του, περνώντας μια εκλογική αναμέτρηση εκτός Βουλής. Το 1989 επανήλθε, ως βουλευτής Κέρκυρας, αλλά στην πορεία διαφώνησε και πάλι με τον Μητσοτάκη – το 1993 παραιτήθηκε από τη θέση του και αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική, έως τον θάνατό του το 2006. Κρατώντας για χρόνια τον τίτλο του επίτιμου προέδρου της ΝΔ και παρά τη σφοδρή του σύγκρουση με τον Μιλτιάδη Εβερτ, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποχώρησε από τη Βουλή χρόνια αργότερα, με τους όρους του. Με μια ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ το 2004, όταν ανακοίνωσε την απόφασή του να μην είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές: «Η ανανέωση δεν εξαντλείται στα πρόσωπα. Η ανανέωση εξαρτάται από τις νέες ιδέες που φέρνει κανείς στην πολιτική. Από τις καινούργιες πολιτικές που τολμά να προωθήσει. Η ανανέωση απαιτεί γενναιότητα. Απαιτεί τόλμη» είχε πει τότε.
«Δαχτυλίδια» και «πατροκτονίες»
Το ΠΑΣΟΚ είναι το πιο μυθιστορηματικό κόμμα της Μεταπολίτευσης – γι’ αυτό μετά τον θάνατο του Ανδρέα η κομματική παράδοση ήθελε και τις απαιτούμενες «πατροκτονίες». Ο Κώστας Σημίτης αποχώρησε από την ηγεσία του κόμματος δίνοντας επί της ουσίας το «δαχτυλίδι» στον Γιώργο Παπανδρέου – στην εσωκομματική διαδικασία από τη βάση, την πρώτη του είδους της, ο Παπανδρέου ως μοναδικός υποψήφιος προσέλκυσε 1 εκατομμύριο μέλη και φίλους στις κάλπες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πρώην πρωθυπουργός διαγράφηκε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα (μια επιλογή για την οποία ο Παπανδρέου έκανε χρόνια μετά την αυτοκριτική του). Και μπορεί λίγους μήνες μετά να επέστρεψε, σε κλίμα ενότητας, με το βλέμμα στραμμένο στις κάλπες του 2009, όμως όταν ήρθε η ώρα της κατάρτισης των υποψηφίων η διάσταση απόψεων και το δίλημμα «σε Περιφέρεια ή στο Επικρατείας» έφερε την ανακοίνωση του Σημίτη πως δεν θα είναι ξανά υποψήφιος για μια θέση στο Κοινοβούλιο.
Η επόμενη αλλαγή σκυτάλης είχε παρόμοια χαρακτηριστικά: ο Ευάγγελος Βενιζέλος διαδέχτηκε τον Παπανδρέου, και πάλι ως μοναδικός υποψήφιος σε εσωκομματική διαδικασία, όμως δεν διέγραψε τον πρώην πρόεδρο: στην πιο επώδυνη εσωκομματική στιγμή για τον πασοκικό χώρο, η απουσία του Παπανδρέου από τη Βουλή που σχηματίστηκε το 2015 ήταν απόρροια του ποσοστού που έλαβε το ΚΙΔΗΣΟ, το οποίο δεν κατάφερε να φτάσει το 3%. Ο πρώην πρωθυπουργός επέστρεψε στη Βουλή το 2019, στο πλαίσιο του Κινήματος Αλλαγής και της συμφωνίας του με τη Φώφη Γεννηματά. Ο Βενιζέλος, από την άλλη, μπήκε στη σφαίρα της μεταπολιτικής όταν η Γεννηματά τού ανακοίνωσε πως δεν θα τεθεί επικεφαλής του προηγούμενου ψηφοδελτίου Επικρατείας. Το σούσουρο που δημιουργήθηκε τότε ακόμα συζητιέται, καθώς ακόμα οι απόψεις διίστανται ως προς το αν το «κόψιμο» Βενιζέλου ωφέλησε ή δυσκόλεψε την εκλογική προσπάθεια του ΚΙΝΑΛ – μέχρι και τον θάνατο της Γεννηματά, οι σχέσεις των δύο δεν ήταν ξανά οι ίδιες.
Το τέλος της ισοβιότητας
Στην ελληνική μεταπολιτευτική Αριστερά, παρά την παράδοση της ισοβιότητας των γενικών γραμματέων των κομμουνιστικών κομμάτων, επικράτησε μια διαφορετική νοοτροπία: ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο Λεωνίδας Κύρκος αποσύρθηκαν από τους ηγετικούς τους ρόλους μετά τη διάσπαση του ενιαίου ΣΥΝ, για να τους διαδεχθούν δύο γυναίκες: η Αλέκα Παπαρήγα και η Μαρία Δαμανάκη. Η πρώτη παρέδωσε το ΚΚΕ στον Δημήτρη Κουτσούμπα περίπου τριάντα χρόνια αργότερα και μόλις φέτος ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι εκ νέου υποψήφια βουλευτής, Η δεύτερη παραιτήθηκε όταν το κόμμα της δεν μπήκε στη Βουλή – αργότερα ξαναμπήκε στον κοινοβουλευτικό στίβο από άλλο κομματικό σπίτι. Και αν η μετάβαση από τον Νίκο Κωνσταντόπουλο στον Αλέκο Αλαβάνο υπήρξε εν πολλοίς ανώδυνη, το «δαχτυλίδι» του Αλαβάνου στον νεαρό Αλέξη Τσίπρα είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξώθησή του στην έξοδο – κατά την πασοκική παράδοση, με μια «πατροκτονία».