Θυμάμαι και δεν θυμάμαι. Κάποιος μου είπε και δεν θυμάμαι. Ηχοι ασύνδετοι σαν μέσα από σπηλιά και νυχτερίδες να πετάνε. Κάποιος ήταν στο χωριό, κάποιος μου είπε και ήμουν εκεί, απέναντι σαν τώρα, από το Πολυγέφυρο αντίκρυ. Μπροστά ποτάμι, ισιάδι και το χωριό ανάσκελα στην πλαγιά. Θυμάμαι αδρά, αφού όλη η πλαγιά κατάφυτη και γω από απόσταση και στη μέση το νερό. Θυμάμαι αδρά που ανηφόριζε το χωριό με πράσινες πινελιές, καφέ, γκρι και άλλες αρκετές στο χρώμα του χαλκού, με πιτσιλιές κίτρινες άλλοτε λαμπερά κι άλλοτε ωχρά. Τόσο θυμάμαι, κομμάτι θολά, λες και σε καμβά, αλλά και πάλι, από τη μια οι εχθροί καθώς οπισθοχωρούσαν ηττημένοι ανατολικά του Νέστου, κάψαν το Πολυγέφυρο και στις φωτιές πετάξαν μεγάλους και παιδιά και όλα φλόγες και σάρκες και μένος και εντέλει δεν έμεινε και τίποτα πάρεξ… Και από την άλλη, εβδομήντα τόσα χρόνια η φύση κατάπιε και χώνεψε πέτρες και θέριεψε, ώστε δάσος πυκνό πάρεξ ενός τοίχου με το υπόλειμμα της τριγωνικής στέγης, που ήταν εντέλει το σχολείο που είχε ξεμείνει όπως μου ‘πε αυτός που δεν θυμάμαι κι έτσι σαν πίνακας αδρά κι εξάλλου ό,τι λεπτομέρεια δεν πρόλαβε να κρυφτεί αφού το ποτάμι παίρνει τις λεπτομέρειες σαν ξερόκλαδα και τις κατεβάζει, τις κατεβάζει, τις παίρνει και τις εκβάλλει χωρίς καμία δυνατότητα μνήμης των σπιτιών, των πραγμάτων, των ανθρώπων πάρεξ στάχτη που μεταβολίζει το ποτάμι, πάρεξ λάσπη στις όχθες, στα πλευρά εκεί που το Πολυγέφυρο εκβάλλει και δεν θυμάμαι ακριβώς να μεταφέρω ό,τι υπήρχε και κάτι λίγο σήμερα μόνο οι κυνηγοί γνωρίζουν καθώς στήνουν καρτέρι για αγριογούρουνα, αλλιώς κανείς άλλος εκτός από αυτόν που κάτι μου ψιθύρισε πριν συνεχίσουμε την ανάβαση στο ποτάμι, εγώ κι αυτός δυο πέστροφες.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ