Συνήθως όταν πηγαίνουμε για ρεπορτάζ σε έναν χώρο που έχει συμβεί μια συμφορά, πηγαίνουμε προετοιμασμένοι. Το σκεφτόμαστε από πριν. Εχουμε πάρει πληροφορίες και μέσα μας έχουμε αρχίσει να σχηματίζουμε μια εικόνα αυτών που πιθανώς θα συναντήσουμε.
Ομως όταν φτάσαμε κοντά στο σημείο του δυστυχήματος στα Τέμπη, όσο και να το είχαμε σκεφτεί σε όλη τη διαδρομή από την Αθήνα, όσο και εάν προσπαθήσαμε να είμαστε προετοιμασμένοι, σοκαριστήκαμε. Τίποτα δεν μπορούσε να προϊδεάσει για αυτό που αντικρίσαμε. Ηταν πραγματικά απρόσμενο, αναπάντεχο.
Γιατί η εικόνα που αντικρίσαμε δεν έμοιαζε με μια «σύγκρουση τρένων». Ηταν τόσο μεγάλη η καταστροφή που νόμιζες ότι είχε πέσει αεροπλάνο. Μόνο σε αεροπορικά δυστυχήματα βλέπεις τέτοιας έκτασης καταστροφές.
Οταν φτάσαμε, δεν είχε ακόμη ξημερώσει πλήρως. Και παρότι υπήρχε ο φωτισμός που είχε στηθεί για τα συνεργεία διάσωσης, μπορούσες ακόμη να καταλάβεις πώς ένιωσαν οι άνθρωποι που έζησαν το σοκ της σύγκρουσης και μετά προσπαθούσαν να βρουν τον προσανατολισμό τους μέσα στο σκοτάδι με μόνη «πυξίδα» το φως από την πυρκαγιά στα μπροστινά βαγόνια, που κατάτρωγε όχι μόνο λαμαρίνες αλλά και ανθρώπινες σάρκες.
Και υπό αυτές τις συνθήκες, αρκετοί τραυματισμένοι να προσπαθούν να καταλάβουν πού βρίσκονται, πού μπορούν να πάνε και να συνειδητοποιήσουν τι ήταν αυτό που μόλις είχε συμβεί. Κάποια στιγμή είδα και διασώστες να περπατούν σε σειρά παράλληλα στο διπλανό χωράφι για να δουν μήπως τυχόν υπήρχε ακόμη κάποιος τραυματίας εκεί.
ΣΩΡΟΣ ΑΠΟ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ.Μπήκαμε στα βαγόνια που ήταν πίσω και από τα οποία οι επιβάτες διασώθηκαν. Εβλεπες και εκεί τα σημάδια της σύγκρουσης, τσάντες, ρούχα πεσμένα, τζάμια σπασμένα. Οταν, όμως φτάσαμε σε ένα από τα βαγόνια που ήταν πιο μπροστά, εκεί καταλάβαμε ότι υπήρξαν περισσότεροι και σοβαρότεροι τραυματισμοί. Μέχρι που αντιλαμβάνεσαι ότι δύο βαγόνια ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Οτι ο σωρός από λαμαρίνες και στάχτες που βλέπεις, ήταν πριν από το ατύχημα δύο βαγόνια γεμάτα ανθρώπους. Και τότε σου κόβεται η ανάσα.
Μετά πήγαμε στο νοσοκομείο. Και εκεί ήρθαμε αντιμέτωποι με την αγωνία των συγγενών. Μπήκα για λίγο στην αίθουσα όπου ήταν οι συγγενείς και οι ψυχολόγοι που προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν να αναμετρηθούν με τον ανείπωτο πόνο. Δεν άντεξα να μείνω πάνω από λίγα λεπτά. Ενιωθες μια ένταση χωρίς διέξοδο να σε πνίγει, μια οδύνη που κανείς δεν μπορούσε επί της ουσίας να χειριστεί. Το είδαμε στο προαύλιο με γονείς να καταρρέουν και να έρχονται να τους δώσουν τις πρώτες βοήθειες.
Εβλεπες ανθρώπους που όλη τους η ύπαρξη ήταν απλώς οδύνη. Τίποτα άλλο. Αλλωστε, τίποτα δεν είναι χειρότερο από το να μάθεις ότι χάθηκε το παιδί σου. Και σκεφτόμουν πόσο αδυσώπητος πόνος είναι να σου λένε ότι από το παιδί σου μάλλον έμειναν μόνο στάχτες. Πώς μπορείς να θρηνήσεις στάχτες; Πώς μπορεί να αρχίσει το πένθος, εάν δεν μπορείς έστω για τον «τελευταίο ασπασμό» να δεις και να αγγίξεις το κορμί του παιδιού σου;
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ. Ακόμη και τώρα, το σφίξιμο στο στομάχι, η αίσθηση ενός πόνου ανελέητου, το στεγνό στόμα από την αναμέτρηση με την τραγωδία δεν έχουν φύγει. Και ίσως έτσι πρέπει να γίνει. Γιατί και άλλες φορές, σε άλλες τραγωδίες το νιώσαμε αυτό, αλλά μετά το ξεχάσαμε, το απωθήσαμε, το προσπεράσαμε. Ομως, αυτή τη φορά δεν πρέπει ούτε να το ξεχάσουμε ούτε να πούμε ότι για όλα φταίει ο σταθμάρχης και ίσως κάποιοι άλλοι υπάλληλοι. Γιατί ένα τέτοιο δυστύχημα δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς και μόνο σε «ανθρώπινο λάθος». Δεν μπορούμε να δεχτούμε ως αυτονόητο ότι «ζούμε από τύχη» και ότι για παράδειγμα η ασφάλειά μας εξαρτάται από το εάν ένας σταθμάρχης θα θυμηθεί να δώσει εντολή να επανέλθει μια γραμμή στη σωστή θέση και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος μηχανισμός που να εξασφαλίζει ότι έγκαιρα θα γίνει αντιληπτό το πρόβλημα.
Γιατί δεν μπορούμε να βλέπουμε ζητήματα όπως η ασφάλεια των συγκοινωνιών να είναι απλώς μια αλυσίδα από συμβάσεις και προμήθειες, που βελτιώνουν τους ισολογισμούς όσων τις αναλαμβάνουν, αλλά μετά δεν λειτουργούν, για να χρειαστούν νέες συμβάσεις για να τις αναβαθμίσουν. Γιατί και σε αυτή την περίπτωση κανείς δεν δικαιούται να πει ότι δεν ήξερε: η κατάσταση ήταν γνωστή, οι καταγγελίες πλήθος και επώνυμες, οι προειδοποιήσεις ρητές και συγκεκριμένες. Γιατί, τελικά, το δυστύχημα αυτό δεν ήταν «κακιά στιγμή»· πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι ήταν προσχεδιασμένο έγκλημα. Και γι’ αυτό δεν αρκεί απλώς να πούμε: από εδώ και πέρα θα «τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Ή, για να το πω διαφορετικά, «σε βάθος διερεύνηση», σημαίνει να δούμε τελικά εάν ωφέλησε σε κάτι αυτή η ιδιωτικοποίηση και μήπως θα ήταν πολύ προτιμότερο να αναιρεθεί, έστω και τώρα.