«Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια όπως από μια χώρα», λέει ένας στίχος του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη. Ποια είναι λοιπόν η «χώρα» από την οποία κατάγεστε;
Γεννήθηκα σε καλύβα γιατί οι Γερμανοί είχαν κάψει το χωριό μου, δεν είχαν αφήσει τίποτε όρθιο. Μαρτυρικό χωριό στα Τζουμέρκα, Καταρράκτης το όνομά του. Ενα φτωχικό χωριό που είχε μόνο μαστόρους και κτηνοτρόφους. Μα ήταν πόλεμος αυτός; Ο πόλεμος γίνεται ανάμεσα σε δύο άρχουσες τάξεις, δεν είναι για να μακελεύεις φτωχούς ανθρώπους. Ακόμη θυμάμαι τη μάνα μου να φυτεύει κρεμμύδια στις στάχτες του καμένου μας σπιτιού και να μου λέει πως είμαστε «πυρόπληκτοι». Απαγορευόταν ν’ ακουστεί πως μας είχανε κάψει οι Γερμανοί, υπήρχε απόλυτη κυριαρχία αυτών που λέγονταν «γερμανοτσολιάδες». Σπίτια το χωριό μου απέκτησε μετά το 1960. Στην Κατοχή χάσαμε δύο αδέλφια μου, έτσι όταν γεννήθηκα πήρα το όνομα του ενός πεθαμένου μου αδελφού. Θα πρέπει να ήμουνα στην Τετάρτη ή την Πέμπτη Δημοτικού όταν έστειλε χρήματα η Φρειδερίκη και χτίστηκε το σχολείο. Ως τότε καθόμασταν στο πάτωμα, ποιο πάτωμα, σκέτο χώμα ήταν, ούτε θρανία δεν υπήρχαν, είχαμε μια πλάκα και πάνω της γράφαμε ό,τι μας έλεγε ο δάσκαλος. Ούτε βιβλία υπήρχαν.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ