Οταν μια χώρα ολόκληρη κλαίει, δεν ασκείς πολιτική κριτική. Oταν γονείς ψάχνουν ακόμη τα παιδιά τους, δεν ζητάς να πέσουν κεφάλια. Οταν μετρούν ακόμη πτώματα, σκύβεις το κεφάλι από σεβασμό κι από συντριβή.
Παρ’ όλ’ αυτά, το τεράστιο, το αφόρητο, το πιεστικό «Γιατί» που πλανάται από την περασμένη Τετάρτη πάνω από την Ελλάδα ζητάει απαντήσεις. Πώς εξηγείται ότι δύο αμαξοστοιχίες κινούνταν για τόση ώρα στην ίδια γραμμή και με αντίθετη φορά χωρίς να ενεργοποιηθεί κανένας μηχανισμός, ανθρώπινος ή τεχνολογικός; Πώς γίνεται εκατοντάδες άνθρωποι να κινδυνεύουν κάθε μέρα να χαθούν εξαιτίας ενός ανθρώπινου λάθους; Για να παραφράσουμε τον γνωστό στίχο του Σαββόπουλου, πού ακούστηκε η Ιφιγένεια, ο Νικήτας, η Θώμη, ο Ντένης, η Χρύσα, ο Κυπριανός, η Αναστασία να πεθαίνουν;
Την πρώτη και κύρια ευθύνη για την πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη τη φέρει ο σταθμάρχης της Λάρισας, που δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Ευθύνη όμως έχουν ακόμη αυτοί που τον τοποθέτησαν στη θέση αυτή χωρίς να έχει επαρκή εκπαίδευση και χωρίς να συνοδεύεται από έναν ακόμη σταθμάρχη, όπως γίνεται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Ευθύνη έχουν αυτοί που δεν προνόησαν εδώ και μία δεκαετία να ολοκληρωθούν οι διαγωνισμοί για την τοποθέτηση συστημάτων τηλεματικής και τηλεδιοίκησης σε όλο το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ευθύνη έχουν αυτοί που αγνόησαν τις καταγγελίες, ανέχθηκαν τις ελλείψεις, αδιαφόρησαν για τα σήματα κινδύνου, κακοδιαχειρίστηκαν τους ευρωπαϊκούς πόρους. Ευθύνη έχουν αυτοί που άφησαν να μαραζώσει ένας τρόπος μετακίνησης που χρησιμοποιούν κατεξοχήν οι νέοι και οι φτωχοί.
Η Ελλάδα μαθαίνει μόνο ύστερα από τραγωδίες, έγραψαν προχθές «ΤΑ ΝΕΑ». Ούτε αυτό είναι σίγουρο. Ή, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να αποδεικνύεται διαρκώς. Ας θέσει αυτή την ύψιστη προτεραιότητα η σημερινή κυβέρνηση για όσον καιρό ακόμη κυβερνά, όπως κι εκείνη που θα τη διαδεχθεί: να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα, να αξιοποιηθεί όλη η τεχνογνωσία, να κλείσουν όλες οι «μαύρες τρύπες», να γίνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό ώστε να αποτραπεί μια νέα εθνική καταστροφή.