Το έργο σηματοδότησης και προειδοποίησης για σύγκρουση των τρένων στον Ευαγγελισμό, «σημείο μηδέν» της τραγωδίας των Τεμπών, δεν είχε λειτουργήσει γιατί «ο ΟΣΕ δεν επέτρεπε στους υπευθύνους να εργασθούν, “ελευθερώνοντας” τις γραμμές όπου θα υπήρχαν οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις».
Η πρωτοφανής αυτή αναφορά, που συνδέει τη φονική αργοπορία στα έργα αποτροπής της σύγκρουσης με σκοπιμότητες κρατικών λειτουργών, περιέχεται σε εσωτερικό έγγραφο της ΕΡΓΟΣΕ που αποκαλύπτουν «ΤΑ ΝΕΑ». Μάλιστα, στο εν λόγω έγγραφο γίνεται ειδική μνεία στην ανάγκη τοποθέτησης προσωπικού για να καλυφθούν τα κενά ασφαλείας. Κάτι το οποίο, όμως, όπως ομολογείται, δεν συμβαίνει γιατί συνυπολογίζεται το κόστος της πρόσληψης των νέων υπαλλήλων – σε έναν φαύλο κύκλο καθυστερήσεων, αμελειών και ανακολουθιών που οδήγησε στην πολύνεκρη σύγκρουση.
Η αρχή του κακού
Την ίδια ώρα, από εσωτερικά έγγραφα των κρατικών υπηρεσιών, από αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου αλλά και της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου διαπιστώνονται 17 προβληματικά σημεία στη σχετική διαδικασία για τη λειτουργία του σωτήριου συστήματος τηλεειδοποίησης. Η κύρια διαπίστωση που προκύπτει από αυτά είναι ότι το κακό ξεκίνησε από την αρχική μελέτη του έργου ανάταξης του συστήματος τηλεειδοποίησης, την περίοδο 2013-2014, καθώς υπάρχουν αναφορές για «πλημμελείς ενέργειες που δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους τις ιδιαιτερότητες της σύμβασης που αφορούσαν την παλαιότητα του εξοπλισμού», καθότι επιχειρήθηκε να βρεθούν ανταλλακτικά που πλέον δεν υπήρχαν και δεν αντικαθίσταντο. Επιπλέον περιλαμβάνονται αναφορές για ενεργοποίηση «δορυφορικών» εταιρειών για την κατασκευή του έργου και οι οποίες δεν είχαν τη σχετική εμπειρία.
Η αναφορά, λοιπόν, για τον ΟΣΕ που «δεν επέτρεπε το έργο τοποθέτησης αισθητήρων και άλλων συσκευών που θα απέτρεπαν το δυστύχημα» περιέχεται σε 18σέλιδη εισήγηση της Διεύθυνσης Εργων της ΕΡΓΟΣΕ που συντάχθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με την πρόοδο – εκείνη τη χρονική στιγμή – των εργασιών. Μάλιστα, για το τμήμα του έργου Λάρισας – Πλατέος, όπου συνέβη το δυστύχημα, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η ανάταξη της σηματοδότησης και των τηλεπικοινωνιών έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό περίπου 40%. Ομως, υπάρχει πρόβλημα με την έλλειψη προσωπικού του ΟΣΕ για τη στελέχωση των σιδηροδρομικών σταθμών, για την έγκριση αποκοπών και τη διασφάλιση της ομαλής κυκλοφορίας.» Ακόμη, στη σελίδα 13 σημειώνεται: «Στο εν λόγω τμήμα πραγματοποιείται καθυστέρηση στην παράδοση γραμμών ανόδου-καθόδου ώστε να πραγματοποιηθούν οι εργασίες αντικατάστασης των καλωδίων. Δεν μας έχει δοθεί άδεια εργασίας για το τμήμα Λάρισας – Ευαγγελισμού». Ακολούθως, δε, διευκρινίζεται ότι υπάρχει πρόβλημα και στην προμήθεια ανταλλακτικών για την αντικατάσταση των παλαιών συσκευών που τίθενται σταδιακά εκτός λειτουργίας. «Μία τέτοια διαχείριση μειώνει την ασφάλεια της κυκλοφορίας, απαιτεί την επάνδρωση των σταθμών αυτών με προσωπικό, το οποίο και αυξάνει υπερβολικά το κόστος λειτουργίας του δικτύου», επισημαίνεται.
Η έκθεση του Ελεγκτικού
Σημαντικά στοιχεία ανακύπτουν και από τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη διαδικασία ενεργοποίησης του συστήματος τηλεδιοίκησης που ανατέθηκε – έπειτα από μελέτη αρμόδιας επιτροπής της ΕΡΓΟΣΕ – σε κοινοπραξία δύο εταιρειών. Το Ε Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την πράξη 112/2018 αναλύει διεξοδικά ποια ήταν τα εμπόδια στο συγκεκριμένο έργο που οδήγησαν στη μοιραία καθυστέρηση. Οπως σημειώνεται ενδεικτικά: «Η σύμβαση αυτή παρουσιάζει ιδιαιτερότητα που οφείλεται στην ανομοιογένεια του εξοπλισμού που επρόκειτο να αναταχθεί-αναβαθμιστεί, καθόσον αυτός έχει εγκατασταθεί από πολλαπλές συμβάσεις, έχει εγκατασταθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους (πριν από 15 έως και πριν από 30 χρόνια) και υλοποιείται με διαφορετικές τεχνολογικές λύσεις».
Εξάλλου, κατά την εκτέλεση της σύμβασης, η ανάδοχος κοινοπραξία διαπίστωσε ότι δεν ήταν δυνατόν να εκπληρώσει κάποιες από τις συμβατικές υποχρεώσεις της, καθώς και την αδυναμία της να προμηθευτεί εξοπλισμό, λογισμικό κ.λπ. για την αναβάθμιση των υπαρχόντων συστημάτων. Στο πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λοιπόν, αναφέρεται επίσης: «Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η μελέτη με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου και οι λύσεις που επελέγησαν ήταν πλημμελείς και δεν έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες της σύμβασης που αφορούν την παλαιότητα του εξοπλισμού σηματοδότησης-τηλεδιοίκησης και την εγκατάστασή του με πολλαπλές συμβάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ για τη σύνταξη των τευχών δημοπράτησης συστήθηκε ειδική ομάδα εργασίας της ΕΡΓΟΣΕ, επικουρούμενη από προσωπικό του ΟΣΕ, “με γνώμονα την ασφάλεια του δικτύου, την αύξηση της χωρητικότητας και τη μείωση του λειτουργικού κόστους” και η οποία ήταν αρμόδια να ελέγξει και τη διαθεσιμότητα των ανταλλακτικών για την κάλυψη της συντήρησης, όπως τούτο ρητά αναφέρεται στην ως άνω αιτιολογική έκθεση, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η ομάδα αυτή προέβη σε οποιαδήποτε επικοινωνία με τις εταιρείες-προμηθευτές της ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ ώστε να διαπιστώσει ποιες από αυτές ήταν σε θέση να παρέχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό για την αναβάθμιση των συστημάτων, ώστε να καλύπτουν και τις νέες λειτουργίες».