Ελληνικά είναι μόνο τα έξι στα δέκα προϊόντα που διακινούν οι μικρές και εμπορικές επιχειρήσεις της Ελλάδας. Ωστόσο, το μερίδιό τους φθίνει με ορισμένες κατηγορίες προϊόντων να μονοπωλούνται από εισαγόμενα.
Μόνο στο 11μηνο του 2022 οι Ελληνες έδωσαν για να εισαγάγουν τρόφιμα και ποτά σχεδόν 8 δισ. ευρώ, δηλαδή σημαντικά περισσότερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ το 70% των ειδών στα σουπερμάρκετ (μέρος του λιανεμπορίου) είναι εισαγωγής.
Τα αυξημένα κόστη αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία τα προηγούμενα χρόνια προκάλεσαν αποβιομηχάνιση, μείωση της αγροτικής παραγωγής και αντικατάσταση μεγάλου μέρους των προϊόντων που χρησιμοποιούν οι έλληνες καταναλωτές από εισαγόμενα άλλων χωρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας να είναι αρνητικό με τις εισαγωγές το 2022 διπλάσιες των ελληνικών εξαγωγών.
Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας ανέλυσε την πηγή προέλευσης των προϊόντων που φιλοξενούν οι επιχειρήσεις του εμπορίου στα ράφια τους.
Χαρακτηριστικό εύρημα αποτελεί η σημαντική μείωση της προέλευσης των εμπορευμάτων από την Ελλάδα κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της Ετήσιας Ερευνας της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας για το 2022, αν και η εγχώρια αγορά παραμένει ο κύριος προμηθευτής των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, το μερίδιό της καταγράφει ισχυρή πτώση ύψους 10 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 έως σήμερα (61% το 2022 έναντι 71% το 2020).
Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν τη στροφή στην εσωτερική αγορά που καταγράφηκε το 2020 ως αποτέλεσμα των έντονων αναταράξεων που υπήρξαν στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας της πανδημικής κρίσης, ωστόσο δο χρόνια μετά η στροφή αυτή δεν φαίνεται να διατηρείται, και σταδιακά αποκαθίσταται ο όγκος των παραγόμενων προϊόντων άλλων χωρών από τις οποίες η Ελλάδα εισήγαγε και στο παρελθόν.
Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) αλλά και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής οι εισαγωγές προϊόντων στην Ελλάδα σε όλο το φάσμα από πρώτες ύλες έως και τελικά προϊόντα ενισχύθηκαν και, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2022, αυξήθηκαν κατά 27,59 δισ. ευρώ ή κατά 42,2%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 93,05 δισ. ευρώ έναντι 65,46 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2021.
Η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη είχε επισημάνει την ανάγκη να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην ενδυνάμωση της εγχώριας παραγωγής, η οποία σύμφωνα με την ίδια αποτελεί το κλειδί για τη δημιουργία μιας βιώσιμης οικονομίας, η οποία θα μπορεί να προσφέρει καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και προοπτική στο εργατικό δυναμικό της χώρας μας. Ωστόσο οι έλληνες βιομήχανοι και βιοτέχνες επισημαίνουν ότι η εκτίναξη του κόστους σε ενέργεια και πρώτες ύλες σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθός τους πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους εντός της ελληνικής αγοράς η οποία, δεδομένης της ακρίβειας που πλήττει τα νοικοκυριά, κάνει τα προϊόντα τους ακριβά αναγκάζοντας το λιανεμπόριο σε εισαγωγές για να καλύψει τη ζήτηση σε χαμηλότερες τιμές ανεξάρτητα αν αρκετά από τα προϊόντα που εισάγονται είναι χαμηλότερης ποιότητας. Ετσι η υποχώρηση της συμμετοχής ελληνικών παραγόμενων εμπορευμάτων από την εγχώρια αγορά αναπληρώνεται από την αύξηση των εισαγωγών κυρίως από τις ασιατικές αγορές, οι οποίες καταγράφουν ανοδική τροχιά και επιστρέφουν στα επίπεδα του 2019 (13,6%).
Οι ξένοι προμηθευτές
Το παραπάνω εύρημα της έκθεσης του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ τεκμηριώνει τη θεωρία ότι η κρίση της πανδημίας προκάλεσε πτώση των διεθνών συναλλαγών, ωστόσο το εμπόριο Ελλάδας και Ασίας (ιδιαίτερα Κίνας), ανέκαμψαν ταχύτατα. Ακολουθούν, ως πηγή προέλευσης εμπορευμάτων, οι χώρες της ΕΕ με ποσοστό 16,5%, ενώ φαίνεται ότι ενισχύονται οι εισαγωγές εμπορευμάτων και από άλλες χώρες (6,2% το 2022 έναντι 0,9% το 2021). Ταυτόχρονα σταθερά στα ίδια χαμηλά επίπεδα παραμένουν οι λοιπές χώρες της Ευρώπης και η Αφρική – Μέση Ανατολή (1,6% και 0,9% αντίστοιχα) ενώ η προέλευση των προϊόντων από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ κινείται σε μηδενικά επίπεδα για διαφορετικούς λόγους.Αυξημένες οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών. Παρά το γεγονός ότι θα περίμενε κάποιος τα εισαγόμενα είδη να αφορούν κυρίως βιομηχανικά προϊόντα, ένα σημαντικό μέρος και των νωπών προϊόντων – φρούτων και λαχανικών – καλύπτονται από εισαγωγές καθώς χρόνο με τον χρόνο φθίνον η ελληνική γεωργία αλλά και η κτηνοτροφία.