Τι σας οδήγησε στον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού»;
Μέσα από το έργο αυτό ο Ντάριο Φο μιλάει σε έναν άνθρωπο του σήμερα που δεν είναι απολιτίκ. Βρίσκει ευκαιρία να ζήσει σαν γελωτοποιός. Από αυτό πιαστήκαμε και δουλέψαμε: από έναν γελωτοποιό του σήμερα, ο οποίος είναι αναγεννησιακός δημιουργός, όπου βρίσκει ευκαιρία δημιουργεί… Για να υπάρξει και να πει ιστορίες. Οι ιστορίες που λέει πολεμάνε πάντα την αδικία. Εμένα με απελευθέρωσε το ερώτημα που τέθηκε όταν προετοιμάζαμε την παράσταση: αν αυτός ο άνθρωπος έχει προέλευση. Ταξική, οικονομική, ιδεολογική, εκπαιδευτική. Ο Ντάριο Φο μάς δίνει πολύ ωραία πάσα: τον λέει τρελό. Αλλες εκδοχές του έργου τον αποκαλούν «αυτός», «παρανοϊκός» κ.λπ.
Οπότε μου λέτε ότι μελετήσατε πολλές μεταφράσεις.
Ακριβώς. Δημιουργήσαμε έναν κόσμο που έχει συνεχείς παραβάσεις. Και από αυτές τις παραβάσεις δημιουργήθηκε ένα νέο έργο που ξεκινάει από ένα απόσπασμα του «Mistero Buffo» (Ντάριο Φο), το οποίο είναι η προέλευση του γελωτοποιού. Και μας έδωσε μια λύση: «το να προσφέρω το γέλιο στον κόσμο “ρετικουλάροντας” είναι το μόνο μου όπλο», λέει κάπου. Δεν υπόσχεται ότι θα κάνει τον κόσμο καλύτερο. Θέτει ερωτήματα και όπου βρίσκει ανθρώπους τούς διηγείται ιστορίες. Γι’ αυτό προσπάθησα κι εγώ να γράψω στίχους οι οποίοι προσπαθούν να ταρακουνήσουν, να διασκεδάσουν, να προκαλέσουν γέλιο που είναι πάντα ο σκοπός.
Το γέλιο είναι πάντα ο σκοπός;
Ο γελωτοποιός δεν μπορεί να σε φέρει κοντά του χωρίς να γελάσεις. Είναι ιερό πράγμα το γέλιο. Είναι ένας οργασμός χωρίς άγγιγμα. Αν δεν σε έκανε να γελάσεις, δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με το κοινό.
Δημιουργήσατε, μου είπατε, πολλές παραβάσεις στο έργο. Αυτό δεν εμπεριέχει ένα ρίσκο;
Ολα αυτά έγιναν με την καθοδήγηση του Γιάννη Κακλέα, ο οποίος πίστεψε ότι έχω μέσα μου ένα υλικό για να έρθει αυτό το έργο στο σήμερα. Οταν δημιουργώ, δεν έχω δίχτυ ασφαλείας. Δεν σκέφτομαι πόσο θα μου κοστίσει. Βρίσκομαι σε μια κατάσταση σαν να έχω προαποφασίσει τις απόψεις μου και την ώρα της δημιουργίας μπαίνουν σε τάξη. Υπάρχουν πράγματα που έγραψα και δεν μπήκαν στην παράσταση. Ολ’ αυτά που είδες προέκυψαν από αυτοσχεδιασμούς και από ιδέες που βγήκαν πάνω στη σκηνή. Τα περισσότερα τραγούδια, για παράδειγμα, γεννήθηκαν στη σκηνή του Γκλόρια.
Οταν δημιουργούσατε την παράσταση, περιμένατε να έχει τέτοια επιτυχία; Δεύτερος χρόνος με εξαντλημένα από καιρό τα εισιτήρια.
Σε καμία περίπτωση. Θυμάμαι, μάλιστα, οι ταξιθέτριες μου εκμυστηρεύτηκαν ότι έψαχναν δουλειά, γιατί δεν πίστευαν ότι θα παιχτεί περισσότερο από έναν μήνα. Ολα όμως λειτούργησαν αρμονικά. Θεωρώ ότι φτάνει στην πλατεία μια ανάγκη, μια δίψα για επικοινωνία. Επίσης φτάνουν και κάποια νοήματα, με τα οποία δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνεί το 100% του κοινού.
Σε κάποιους στίχους λέτε ότι προτείνατε την παράσταση σε κάποιους άλλους φορείς του πολιτισμού αλλά σας απέρριπταν. Είναι αλήθεια;
Οχι. Ηθελα να χτυπήσω την εξουσία του πολιτισμού – όχι τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτών των φορέων δεν θα δέχονταν ποτέ κάτι που θα «δάγκωνε» το χέρι που τους ταΐζει. Αυτή την εποχή που παίζεται η παράσταση, υπάρχει μεγάλος σεβασμός στα μάρμαρα και όχι στους ανθρώπους. Ακόμη και το κοινό που έρχεται να μας δει μπορεί να πει «πόσο καταπληκτικοί ηθοποιοί είστε», αλλά στην ουσία αν το ρωτήσεις αν εκτιμά την πορεία μας, την εκπαίδευσή μας, τι αξία έχει αυτό που κάνουμε, δεν είμαι σίγουρος τι θ’ απαντήσει. Δεν ευθύνεται ο κόσμος για την άποψη που έχει διαμορφώσει, αλλά το σύστημα πολιτισμού που επικρατεί και που δεν μας έχει δώσει τον χώρο να υπάρξουμε.
Η ανασφάλεια επικρατούσε πάντα στον καλλιτεχνικό χώρο. Ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που την υπερκέρασε και σας έκανε να ενδώσετε στην υποκριτική;
Σπούδαζα ναυτιλιακά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, έπαιζα ποδόσφαιρο και συμμετείχα σε ερασιτεχνικές ομάδες. Κάποια στιγμή τα παράτησα όλα, έκανα μια περιοδεία με τον Νίκο Καλογερόπουλο, μετά πήγα στη δραματική σχολή του Γιώργου Αρμένη. Η πορεία μου όμως είναι πολυσυλλεκτική.
Είστε πολυσχιδής: παίζετε στο θέατρο, γράφετε μουσική – κυκλοφορεί ο πέμπτος δίσκος σας -, τραγουδάτε.
Ελεγα ότι θέλω να γίνω καλλιτέχνης και είχα το ερωτηματικό: πότε γίνεσαι κάτι. Αυτή η παράσταση μου μαθαίνει ότι δεν γίνεσαι ποτέ τίποτα. Πάντα βρίσκεσαι «υπό κατασκευή». Υπάρχει αφετηρία αλλά όχι τερματισμός. Αυτό μου αρέσει γιατί δεν βαριέμαι, αλλάζω, έχω νέες ιστορίες να πω και με νέους τρόπους, αμφισβητώ συνεχώς τον εαυτό μου. Δεν θέλω να έχω ταυτότητα – σ’ έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς θέλω κι εγώ ν’ αλλάζω. Θέλω να υπάρχω μέσα από αυτό που δημιουργώ. Να κρίνομαι μέσα από το αποτέλεσμα του έργου μου, των λόγων μου, της ηθικής μου, των πράξεών μου, της ενσυναίσθησής μου και όχι με βάση την ταυτότητα που μπορεί να προβάλλω.
Πώς διαμορφώθηκαν οι απόψεις και η ηθική σας;
Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που δεν είχε σχέση με τα καλλιτεχνικά αλλά με πολλή αγάπη, με προοδευτικές ιδεολογίες. Ομως κανείς από το οικογενειακό μου περιβάλλον δεν ήταν χαρούμενος με την απόφασή μου να γίνω ηθοποιός. Οση αγάπη και να υπήρχε, δεν ένιωσα υποστήριξη ούτε από τους πολύ κοντινούς μου. Δεν πίστευαν ότι θα καταφέρω σπουδαία πράγματα. Οτι θα κάνω ό,τι κάνω, για παράδειγμα, σήμερα. Την πρώτη φορά που άκουσαν τραγούδια μου να παίζω, δεν μου είπαν «συνέχισε, είναι ωραία».
Σας πλήγωσε αυτό;
Οχι. Εγινα καλλιτέχνης γιατί είχα μια φοβερή περιέργεια για το «τι θα γινόταν αν…». Ο σπόρος υπήρχε μέσα μου γιατί πάντα ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε. Είχα μια διαολεμένη ενέργεια την οποία δεν ήξερα πού να τη διοχετεύσω. Και το θέατρο μου ταίριαξε.
Αναζητήσατε τη διαδρομή σας και στην Αμερική.
Εκανα σπουδές σε σχολές στη Νέα Υόρκη και στο Λος Αντζελες. Μετά τον πρώτο χρόνο βρήκα ατζέντη και άρχισα να πηγαίνω σε οντισιόν. Ετσι έκλεισα την πρώτη μου δουλειά και έμεινα τελικά. Η παραμονή μου στην Αμερική ήταν μια περιπέτεια η οποία με έχει καθορίσει.
Με ποιο τρόπο;
Καλωσορίζω τη δυσκολία και την απόρριψη. Κάθε φορά που μου συμβαίνει, βεβαίως πονάω, αλλά την ίδια στιγμή ξέρω βαθιά μέσα μου ότι είναι ένα έναυσμα για δημιουργία και ένα μεγάλο μάθημα. Πριν πάω στην Αμερική δεν είχα αισθανθεί τόση απόρριψη μαζεμένη.
Μπορείτε να μου πείτε κάτι πιο συγκεκριμένο;
Οταν υπάρχουν 400.000 άνθρωποι που μοιάζουν μ’ εσένα κι εσύ πηγαίνεις για έναν ρόλο, θα σου πουν 194 φορές «όχι» και «ναι» τρεις – τυχαία τα νούμερα. Τα μαζεμένα «όχι» δημιουργούν μια συγκεκριμένη νοοτροπία: να μην το παίρνω προσωπικά.
Φαντάζομαι ότι κατακτήσατε αυτόν τον τρόπο σκέψης με κόπο.
Φυσικά. Περνάς από όλα τα στάδια: απογοήτευση, εγωπάθεια, ναρκισσισμό. Αλλά, όπως είπα, δεν είμαι τελικά προϊόν ούτε θέλω να γίνω γιατί θα πεθάνω.
Πότε αισθανθήκατε τα παραπάνω που αναφέρετε;
Κάποιες φορές στην Αμερική που θεωρούσα ότι είμαι πολύ καλύτερος από άλλους, οι οποίοι μπορεί να είχαν τις μισές δεξιότητες από εμένα αλλά κατάφερναν να κλείνουν ρόλο. Ενιωθα αδικημένος. Πήγαινα για τρέξιμο και αισθανόμουν μετά καλύτερα. Συνειδητοποίησα ότι πρέπει να συνεχίσω να εργάζομαι, να δημιουργώ και κάποια στιγμή θα ταιριάξω σε κάποιο παζλ. Βρέθηκε, για παράδειγμα, χώρος να παίξω σε δυο τρία πράγματα στην Αμερική, χωρίς να με ξέρει κανείς.
Γιατί δεν μείνατε;
Μπορεί να ήμουν ακόμη εκεί. Επέστρεψα μέσα στην καραντίνα για να κάνω μια σειρά, την «Αγγελική», και δεν γύρισα ποτέ πίσω. Το ένα έφερε το άλλο και έτσι έφτασα στον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού».
Οπότε μπορεί να ξαναφύγετε;
Θα το ήθελα. Είναι μεγάλη παγίδα η Αμερική, μπορεί ν’ ακούγεται εντυπωσιακό σε κάποιον ότι συμμετείχα σε σειρά του Netflix ή σε διαφημίσεις. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω και περιεχόμενο. Για να είμαι σαφής: δεν ισοδυναμεί με υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα, με όραμα, με ηθική. Δεν με έκανε σπουδαίο ηθοποιό.
Ποιος είναι για εσάς σπουδαίος ηθοποιός;
Δεν ξέρω. Μου έρχεται η απάντηση του Μάνου Χατζιδάκι όταν τον ρωτούσαν «ποιος είναι ο πνευματικός άνθρωπος;». Και απαντούσε «αρκεί να είναι άνθρωπος». Πιστεύω ότι σήμερα, σε αυτή την εποχή, δεν θα πρέπει να διατυπώνεται αυτή η ερώτηση. Προσωπικά δεν κυνηγάω σύμβολα, προτομές και σπουδαίους ηθοποιούς.