Σε δίνη δραματικών γεγονότων και με έλλειψη αυτοσυγκράτησης βαδίζουμε προς τις εκλογές. Χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο σε σχέση με τις υποκλοπές, ήρθαν να προστεθούν το σιδηροδρομικό δυστύχημα και η καταδίκη πρώην υπουργών για παράβαση καθήκοντος, για να αναδείξουν όχι το «κακό» αλλά το πραγματικό – άλλο αν αρνούμαστε τον περισσότερο καιρό να το δούμε – πρόσωπο θεσμών, δομών και νοοτροπιών.

Στην απολύτως αποφεύξιμη τραγωδία των Τεμπών, η δύσκολη προσπάθεια υπέρβασης της οδύνης και της οργής – μιας οδύνης που δεν είναι πραγματική αν εξαντλείται σε κροκοδείλια δάκρυα και μιας οργής που χάνει την αξία της αν οδηγεί σε τυφλή βία – θα αποκάλυπτε πολλά και κρίσιμα πράγματα. Πριν συμβεί το δυστύχημα, ελάχιστοι υποπτεύονταν την πραγματική κατάσταση του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ οι γνώστες, οι υπεύθυνοι και οι αρμόδιοι δεν έκαναν σχεδόν τίποτα για τη βελτίωσή της. Η μομφή περιλαμβάνει και την παρούσα και προηγούμενες κυβερνήσεις και πάντως σίγουρα εκείνη που υλοποίησε την αλλαγή θεσμικού και ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι κρίσιμα για τη σιδηροδρομική ασφάλεια έργα είχαν προκηρυχθεί και αφεθεί στη μέση, ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Σιδηροδρόμων είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει για μεγάλα προβλήματα, ότι συνδικαλιστικές οργανώσεις είχαν επίσημα διαμαρτυρηθεί και ότι, παρ’ όλα αυτά, το δυστύχημα «υποβοηθήθηκε» από αδικαιολόγητα λάθη, αβλεψίες και διαδικαστικές παραβάσεις, που ξεπερνούν κατά πολύ την έννοια της αμέλειας. Δεν στοιχειοθετείται μεν υπόνοια ότι το κράτος «συνωμότησε» για να συμβεί η τραγωδία ή ότι οι ευθύνες είναι γενικές και διάχυτες, αλλά και δεν δικαιολογείται εκατέρωθεν πολιτική εκμετάλλευση. Από μεν κυβερνητικής πλευράς, η αναγγελθείσα συμμετοχή του παραιτηθέντος υπουργού Μεταφορών στις επικείμενες εκλογές και η άμεση ανάμειξη του ίδιου του Πρωθυπουργού στην έρευνα μπορεί να μην είναι παράνομες, αποτελούν όμως, από πολιτική και ηθική άποψη, άστοχες ενέργειες. Από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης, η προσπάθεια συγκρότησης «αφηγήματος» για «Μάτι της Νέας Δημοκρατίας» και η άμεση ή έμμεση υποδαύλιση της «βίας στον δρόμο» (που αντίστοιχή της δεν υπήρξε, και καλώς δεν υπήρξε, στην περίπτωση της τραγωδίας στο Μάτι) βρίσκονται στο όριο της καπηλείας.

   

Βαριά σκιά ρίχνουν στα πολιτικά πράγματα και οι δυο αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου που έκριναν ένοχους για παράβαση καθήκοντος δυο πρώην υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης. Η περίπτωση του αρμόδιου για τον Τύπο υπουργού ήταν πιο καθαρή: η απόφαση υπήρξε ομόφωνη και η εκ μέρους του καταδικασθέντος χειραγώγηση της διαδικασίας των ραδιοτηλεοπτικών αδειών είχε προ-επιβεβαιωθεί τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και από πλήθος αποδεικτικών στοιχείων. Η κατηγορία κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης συνδεόταν – άρρητα αλλά και άρρηκτα – με την «υπόθεση Novartis», η οποία, όμως, λόγω του παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν κρινόταν δικαστικά. Σε κάθε περίπτωση, η κατά πλειοψηφία απόφανση των δικαστών για παράβαση καθήκοντος, δηλαδή για αντιθεσμικές παρεμβάσεις, δεν επιτρέπει ούτε συμψηφισμό με την αθωωτική κρίση για την εισαγγελέα Διαφθοράς ούτε ισχυρισμούς για «οριστικό τέλος του μυθεύματος» περί «σκευωρίας Novartis», από τη στιγμή που και γενικώς παρεμβάσεις αποδείχθηκαν, αλλά και όλοι οι κατηγορηθέντες στην «υπόθεση Novartis» απαλλάχθηκαν με βάση άλλη δικαστική διαδικασία. Δεν υπάρχει α λα καρτ Δικαιοσύνη, αποδοχή των αποφάσεων μόνο από αυτούς που ευνοούνται. Αντίθετα, αυτό που βγάζουν στην επιφάνεια οι πρόσφατες εξελίξεις είναι ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στη Δικαιοσύνη όσο στο μεδούλι της συλλογικής λειτουργίας και της συλλογικής ψυχής.