Ο καρκίνος και οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν μείζον αίτιο νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως και ευθύνονται για το ήμισυ του συνόλου των θανάτων. Οι βελτιωμένες θεραπείες για τον καρκίνο και η γήρανση του πληθυσμού με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των επιζώντων από καρκίνο.
Η πρόληψη αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην προσπάθεια αντιμετώπισης τόσο των καρδιαγγειακών νοσημάτων όσο και του καρκίνου. Τα τελευταία χρόνια αυτό που γίνεται κατανοητό είναι ότι φαίνεται να υπάρχει συνεργιστική σχέση μεταξύ καρκίνου και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Φαίνεται ότι οι δύο αυτές καταστάσεις μοιράζονται κοινούς, συχνά τροποποιήσιμους, παράγοντες κινδύνου. Παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η σωματική δραστηριότητα, η κατανάλωση αλκοόλης αλλά και η ποιότητα της διατροφής μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης τόσο καρκίνου όσο και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Είναι ενδιαφέρον ότι συχνά πάσχοντες από καρδιαγγειακά νοσήματα μπορεί να εμφανίσουν και κάποια μορφή καρκίνου ή αντίστροφα πάσχοντες από καρκίνο στην πορεία της νόσου τους μπορεί να εμφανίσουν καρδιαγγειακή συμμετοχή σε μια σχέση αμφίδρομη και πολλαπλασιαστική.
Σύμφωνα με μελέτες, στο κάπνισμα μπορεί να αποδοθεί το 30% των καρδιαγγειακών θανάτων και των θανάτων από καρκίνο. Η παχυσαρκία αποτελεί τον δεύτερο υψηλότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο. Η κακής ποιότητας διατροφή ευθύνεται για καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου, όπως και για αύξηση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας, ενώ, αντίθετα, ευεργετικά αποτελέσματα επιφέρει η προσήλωση σε ένα μεσογειακό πρότυπο διατροφής. Αντίστοιχα δεδομένα υπάρχουν και για τον σακχαρώδη διαβήτη.
Πέρα όμως από τους κοινούς βιολογικούς μηχανισμούς ανάπτυξης καρκίνου και καρδιαγγειακών νοσημάτων σημασία αποδίδεται τα τελευταία χρόνια στην καρδιο-ογκολογία. Με την αύξηση της επιβίωσης των πασχόντων από καρκίνο αλλά και τη διεύρυνση των θεραπευτικών μέσων κατά του καρκίνου ένα σημαντικό ποσοστό των πασχόντων παρουσιάζει επιπλοκές από το καρδιαγγειακό. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να εμφανιστούν κατά τη θεραπεία. Για τον λόγο αυτόν είναι σημαντική η ανίχνευση της καρδιακής συμμετοχής από τους καρδιολόγους όσο και η συνεργασία ογκολόγων και καρδιολόγων για την ανεύρεση της καλύτερης θεραπευτικής εναλλακτικής λύσης. Συχνά επίσης εμφανίζονται καρδιαγγειακές επιπλοκές σε άλλοτε άλλο χρόνο μετά τη θεραπεία και συχνά αφού ο καρκίνος έχει ιαθεί ακόμα και δεκαετίες μετά τη θεραπεία και τότε χρειάζεται επαγρύπνηση για την έγκαιρη και ακριβή διάγνωση προς όφελος του ευάλωτου αυτού ασθενούς.
Αναμφίβολα, η μετατροπή του καρκίνου από ένα τελικό νόσημα σε μια ιάσιμη κατάσταση ή σε ένα χρόνιο νόσημα έχει αναδείξει τόσο την αξία της πρόληψης με διατήρηση καλής υγείας και την υιοθέτηση υγιεινών τρόπων ζωής όσο και την ανάγκη καρδιαγγειακής παρακολούθησης των θεραπευόμενων ασθενών για καρκίνο με στόχο τη διατήρηση της άριστης καρδιαγγειακής υγείας.
Ο Γεράσιμος Σιάσος είναι πρόεδρος Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, καθηγητής Καρδιολογίας, Γ’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία»