Θα μπορούσε να είχε ιδρυθεί από το 1937, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: στη διάσκεψη που είχε πραγματοποιηθεί εκείνη τη χρονιά στη Γενεύη υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, υπήρξε ευρεία συναίνεση όσον αφορά την ανάγκη ενός μόνιμου διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, τη συνθήκη που προέκυψε ωστόσο την υπέγραψαν τελικά μόλις 13 κράτη και δεν την επικύρωσε κανένα.

Θα μπορούσε να είχε ιδρυθεί από το 1948, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώρισε εκείνη τη χρονιά την ανάγκη ενός μόνιμου διεθνούς ποινικού δικαστηρίου και κατόπιν δικού της αιτήματος, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου συνέταξε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 δύο καταστατικά, αμφότερα όμως μπήκαν στο συρτάρι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Εφτασε το 1989 για να αναβιώσει η ιδέα, από τον τότε πρωθυπουργό του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Α.Ν.Ρ. Ρόμπινσον, που είχε πρωτίστως στο στόχαστρό του το διεθνές ναρκεμπόριο. Και πέρασαν ακόμη 13 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αναγκάστηκε να ιδρύσει δύο ad hoc δικαστήρια, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα, ώστε να ξεκινήσει τη λειτουργία του, την 1η Ιουλίου του 2002, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, το πρώτο και μοναδικό μόνιμο διεθνές δικαστήριο με δικαιοδοσία να διώκει ποινικά ανθρώπους για το έγκλημα της γενοκτονίας, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου και το έγκλημα της επίθεσης – ως «έσχατη λύση», όποτε τα εθνικά δικαστήρια είναι ανίκανα ή απρόθυμα να επιτελέσουν αυτό το έργο.

Μόνον επτά χώρες είχαν καταψηφίσει το 1998, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, την ιδρυτική του συνθήκη, το Καταστατικό της Ρώμης: η Κίνα, το Ιράκ, το Ισραήλ, η Λιβύη, το Κατάρ, η Υεμένη και οι ΗΠΑ. Συνολικά 120 χώρες την υπερψήφισαν, και 21 απέσχον. Συνολικά 123 χώρες είναι σήμερα μέλη του Δικαστηρίου, ανάμεσά τους όλες οι χώρες της Νότιας Αμερικής, σχεδόν όλη η Ευρώπη, το μεγαλύτερο μέρος της Ωκεανίας και περίπου το ήμισυ της Αφρικής. Aλλες 31 χώρες υπέγραψαν μεν αλλά δεν επικύρωσαν ποτέ το Καταστατικό της Ρώμης. Τέσσερις από αυτές φρόντισαν να αποσύρουν επισήμως την υπογραφή τους: είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου κάνουν παρέα στην ίδια κατηγορία οι ΗΠΑ και η Ρωσία, μαζί με το Ισραήλ και το Σουδάν.

Η Ρωσία υπέγραψε το Καταστατικό της Ρώμης το 2000, δεν το επικύρωσε όμως ποτέ και απέσυρε την υπογραφή της το 2016, μία ημέρα αφότου δημοσίευσε το ΔΠΔ της Χάγης έκθεση όπου χαρακτήριζε την προσάρτηση της Κριμαίας ως κατοχή. Το 2000, επί Μπιλ Κλίντον, υπέγραψαν και οι ΗΠΑ το Καταστατικό της Ρώμης, η κυβέρνησή του ωστόσο ουδέποτε την έστειλε προς επικύρωση στο Κογκρέσο και όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν απέρριπταν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, οι ΗΠΑ ψήφισαν νόμο που επιτρέπει στον πρόεδρο να «χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα και κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση» οποιουδήποτε Αμερικανού ή πολίτη συμμαχικής χώρας κρατούνταν από το ΔΠΔ. Η εχθρότητα κορυφώθηκε όμως τον Ιούνιο του 2020, επί Ντόναλντ Τραμπ, όταν οι ΗΠΑ έφτασαν σε σημείο να επιβάλουν κυρώσεις εις βάρος της Φατού Μπενσούντα, επικεφαλής εισαγγελέως του ΔΠΔ, και άλλων ανώτερων αξιωματούχων του Δικαστηρίου. Ο λόγος που είδε η Μπενσούντα τραπεζικούς λογαριασμούς της να κλείνουν και πιστωτικές της κάρτες να ακυρώνονται; Η έρευνα που είχε ξεκινήσει το ΔΠΔ για το κατά πόσο είχαν διαπράξει οι αμερικανικές δυνάμεις εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν.

«Ο γνωστός Τραμπ…», θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, γνωρίζοντας την αντανακλαστική εναντίωση του Ρεπουμπλικανού πρώην προέδρου στη διεθνή συνεργασία. Ο ίδιος δεν απέσυρε άλλωστε τις ΗΠΑ (μεταξύ άλλων) από τον ΠΟΥ και τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή; Κι όμως, χρειάστηκε να περάσουν μήνες, από τη στιγμή της ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν, ώστε να άρει η κυβέρνησή του τις κυρώσεις εις βάρος του ΔΠΔ.

Επικεφαλής εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Χάγης είναι από το 2021 ο βρετανός νομικός Καρίμ Χαν. Πληροφορίες των New York Times και του Reuters τον θέλουν έτοιμο να ανοίξει επισήμως, έπειτα από έναν χρόνο έρευνας, δύο υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, και να ζητήσει από τους δικαστές του ΔΠΔ να εκδώσουν εντάλματα σύλληψης εις βάρος «αρκετών Ρώσων» που θεωρούνται υπεύθυνοι για τη μαζική απαγωγή παιδιών και εφήβων από την Ουκρανία καθώς και για τη στοχοθέτηση ουκρανικών πολιτικών υποδομών. Οι τεράστιες δυνατότητες της αμερικανικής κυβέρνησης όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών θα μπορούσαν, όπως είναι προφανές, να παίξουν σημαντικό ρόλο για τη συνέχεια. Οι πληροφορίες όμως θέλουν το Πεντάγωνο να αντιδρά στην προοπτική της συνεργασίας με το ΔΠΔ, φοβούμενο ένα προηγούμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον αμερικανών στρατιωτών.

Στο τέλος της ημέρας, το δίλημμα είναι απλό: είτε με τη διεθνή Δικαιοσύνη είτε με το χάος. Οποιαδήποτε «ναι μεν αλλά» απλώς αβγατίζουν αυτό το «Διεθνές Φιλορωσικό Κίνημα» που μόλις ιδρύθηκε στη Μόσχα.