Eνα φάντασμα πλανάται πάνω από τα κομματικά γραφεία. Και είναι η αποχή στις επικείμενες εκλογές. Τα όσα αποκαλύπτονται καθημερινά για την τραγωδία των Τεμπών προκαλούν ένα γενικευμένο αίσθημα δυσφορίας, αδυναμίας, απελπισίας εν τέλει, το οποίο δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί και στις κάλπες.
Εχει ξανασυμβεί στο πρόσφατο παρελθόν. Στις εκλογές του 2007, που έγιναν αμέσως μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές, η συμμετοχή ήταν μειωμένη κατά 250.000 ψηφοφόρους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Από το 2009, οπότε ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση, μέχρι το 2019, οπότε έλαβε τέλος η Πρώτη Φορά Αριστερά, «χάθηκαν» 1,2 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Δεν πρόκειται μόνο για ελληνικό φαινόμενο, κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην Ευρώπη. Αφορά κυρίως τις νεότερες ηλικίες. Και σχετίζεται ουσιαστικά με την απάντηση σε ένα ερώτημα: Μπορούν οι εκλογές να αλλάξουν τα πράγματα;
Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα για τα τρία μεγάλα κόμματα: να πείσουν τους νέους ότι μπορεί να έχουν δίκιο που βγαίνουν στους δρόμους και διαμαρτύρονται, μπορεί δικαιολογημένα να οργίζονται, να καταγγέλλουν, να διεκδικούν και να απαιτούν, αλλά τη μεταφορά του καταγγελτικού τους λόγου σε χρήσιμα έργα πρέπει να την αναλάβει μια ισχυρή, σταθερή και αποτελεσματική κυβέρνηση. Οσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή στις εκλογές, τόσο μεγαλύτερη νομιμοποίηση θα έχει και το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων που θα κυβερνήσει. Αντιθέτως, όσο περισσότεροι ψηφοφόροι μείνουν στο σπίτι τους την ημέρα της εκλογικής αναμέτρησης, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η αποστολή εκείνων που θα κληθούν να αλλάξουν την Ελλάδα.
Διότι αυτό είναι το βασικό μήνυμα των τελευταίων δημοσκοπήσεων: οι πολίτες θέλουν αλλαγή. Οχι αναγκαστικά του κόμματος που κυβερνά: η Νέα Δημοκρατία υποχωρεί, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την πρώτη θέση και τον πρώτο λόγο στις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι οι νοοτροπίες που μας οδήγησαν στο πρόσφατο τρομακτικό δυστύχημα και μόνο από τύχη δεν μας οδήγησαν σε άλλες τραγωδίες: ο ωχαδερφισμός, η ανευθυνότητα, η προχειρότητα, η αναβλητικότητα, η κουτοπονηριά, η απουσία λογοδοσίας σε όλα τα επίπεδα.
Η «κακιά η ώρα» δεν αποτελεί πλέον δικαιολογία. Η «κακιά η χώρα» δεν μας αξίζει.