Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτοσαρκάζεται για τα οικογενειακά ντολμαδάκια και ο Αδωνις Γεωργιάδης αναρτά τιμές τροφίμων στα σουπερμάρκετ, ο Αλέξης Τσίπρας δίνει συνέντευξη σε influencer, ο Παύλος Πολάκης διανέμει μέσω Facebook αποκαλύψεις και σκάνδαλα αντιπάλων, ενώ οι ατάκες του Δημήτρη Κουτσούμπα γίνονται εντός ωρών viral περιεχόμενο.
Η πολιτική επικοινωνία στην Ελλάδα μοιάζει να περνά περισσότερο από ποτέ μέσα από τα social media και οι επικείμενες εκλογές απλώς εντείνουν τη χρήση των νέων εργαλείων και υπογραμμίζουν την επιρροή που έχουν αποκτήσει.
ΟΙ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ. Πρέπει να υπολογίσει κανείς βέβαια ότι εμείς μπήκαμε πολύ αργά στο παιχνίδι αυτό, όταν στις ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε καμπάνιες το 2004. Ο απλούστατος λόγος είναι πως στη χώρα μας η διείσδυση του γρήγορου Ιντερνετ ακόμη δεν έχει προχωρήσει όσο σε άλλες χώρες της Δύσης και το νεανικό κομμάτι του εκλογικού σώματος δεν αποτελούσε παραδοσιακά και την πρώτη προτεραιότητα των πολιτικών κομμάτων εξουσίας.
Η χρήση τους όμως έχει αυξηθεί κατακόρυφα κι η αξία τους στην πολιτική επικοινωνία γίνεται προφανής όταν, κατ’ αρχάς, αντιληφθεί κανείς τη σημασία τους στο πεδίο της ενημέρωσης των πολιτών και στην κουλτούρα του Τύπου. Αυτό έχει μετρηθεί σε μια σειρά από έρευνες που, τα τελευταία 4-5 χρόνια, δείχνουν πως τα social media θεωρούνται μέσο ενημέρωσης από μια σημαντική μερίδα των καταναλωτών ειδήσεων και από τη συντριπτική πλειοψηφία όσων ενημερώνονται και από το Διαδίκτυο. Σχετική ετήσια έρευνα του Reuters Institute for the Study of Journalism, για παράδειγμα, έδειξε το 2019 ότι οι Ελληνες σε ποσοστό 94% επιλέγουν την ενημέρωση από online πηγές, συμπεριλαμβανομένων και των social media που τα προτιμά το 71%, με το Facebook να επικρατεί έναντι των υπολοίπων. Σημασία για να αντιληφθούμε τη λειτουργία των εργαλείων αυτών δεν έχει μόνο το πώς αναζητούν οι χρήστες τις ειδήσεις, αλλά και το πώς οι ειδήσεις βρίσκουν τους χρήστες. Συγκεκριμένα, ένα 29% αναζητά ειδήσεις μέσω των μηχανών αναζήτησης, ενώ ένα 25% μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, οι ειδήσεις που τους «σερβίρονται» είναι κομμένες και ραμμένες πάνω στα ενδιαφέροντά τους αλλά και στις απόψεις τους, δεδομένα τα οποία οι εταιρείες έχουν πλέον τη δυνατότητα να καταγράφουν πολύ αποτελεσματικά. Οι «αρχισυντάκτες», για να το πούμε χοντρικά, είναι οι αλγόριθμοι της Google και της Meta, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ισχύ των εταιρειών αυτών στις σύγχρονες κοινωνίες. Ενα θέμα τεράστιο, ανεξάντλητο και με τρομερές πολιτικές προεκτάσεις και δυνατότητες εκμετάλλευσης, όπως είδαμε στις περιπτώσεις των αμερικανικών εκλογών και του Brexit και στην αποκάλυψη της δράσης εταιρειών όπως η Cambridge Analytica.
Στην ίδια έκθεση του ινστιτούτου Reuters για το 2022, η Ελλάδα κατέγραψε πολύ χαμηλά, μονοψήφια, ποσοστά εμπιστοσύνης των πολιτών στα παραδοσιακά ΜΜΕ ανάμεσα στις 46 χώρες που ερευνήθηκαν.
Κι η παντοδυναμία των social media επιβεβαιώθηκε για άλλη μία φορά, με το Facebook να παραμένει πρώτο με ισχυρούς «αντιπάλους» το κινεζικό TikTok και το Instagram. Η έκθεση σημειώνει δε πως και τα ψηφιακά ΜΜΕ της παραδοσιακής δημοσιογραφίας βασίζουν την επισκεψιμότητά τους στα social media κι άρα αναπτύσσονται και λειτουργούν με γνώμονα τους αλγορίθμους τους.
ΨΗΦΙΑΚΟΣ «ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΗΣ». Από τα παραπάνω γίνεται απολύτως προφανής ο λόγος για τον όποιο τα κομματικά επιτελεία επενδύουν στις καμπάνιες μέσω κοινωνικών δικτύων και απασχολούν συνεργάτες και προσωπικό γι’ αυτόν τον σκοπό αποκλειστικά. Διότι τα χρειάζονται για να συμμετέχουν κι αυτά στη διάδοση περιεχομένου με έναν τρόπο που δίνει και μια ψευδαίσθηση αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας μεταξύ του πολιτικού προσωπικού και των ψηφοφόρων. Ενώ, παράλληλα, γίνονται εργαλείο γρήγορου εντοπισμού και μέτρησης τάσεων που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την πολιτική ατζέντα, ακόμη και τη ρητορική – λίγες φορές έχουμε ακούσει πολιτικούς να αντιγράφουν ατάκες ή να ανταποκρίνονται σε viral αναρτήσεις; Η κοινωνική ατζέντα αλλάζει, λοιπόν, πλέον με μεγάλη ταχύτητα και αλληλεπίδραση και ο influencer αποκτά χαρακτηριστικά παλιού κλασικού καθοδηγητή.
ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τα υπόλοιπα κόμματα διαθέτουν ομάδες social media. Το ΠΑΣΟΚ είχε καινοτομήσει στο πεδίο αυτό επί Γιώργου Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιδείξει απίστευτη οργάνωση στη μετάδοση περιεχομένου μέσω Twitter και YouTube, ενώ η ΝΔ, εκτός από την παλιά αλλά ακόμη λειτουργική Ομάδα Αλήθειας κι άλλα ανεπίσημα όργανα, διαθέτει στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον ελληνοαμερικανό ψηφιακό campaigner Ερικ Παρκς. Αξιοσημείωτες, ωστόσο, είναι οι επιδόσεις του ΚΚΕ, που μπήκε στα κοινωνικά δίκτυα τελευταίο μεν αλλά πάρα πολύ δυναμικά, με τους νεολαίους του να παράγουν έξυπνο, συχνά χιουμοριστικό και προσεγμένο τεχνικά και αισθητικά περιεχόμενο σε μορφή βίντεο κυρίως, ακόμη και στο πολύ νεανικό και γρήγορο TikTok που οι υπόλοιποι τώρα σιγά σιγά ανακαλύπτουν.