Με ένα ποίημα ο αναγνώστης ταξιδεύει στη γειτονιά του, στην πόλη του, στον κόσμο, εκτοξεύεται στο σύμπαν. Σαν να μπαίνει σε μία κιβωτό και να ανακαλύπτει ότι παφλάζει χωρίς κουπιά, ότι πλέει κόντρα στους συμβατικούς ανέμους της πλήξης και ότι το ποίημα τον μεταφέρει σε έναν κόσμο που ελαφρύνει την πίκρα, τη θλίψη, τον πόνο. Η ποίηση κλείνει την πόρτα της μόνωσης και διώχνει το συναίσθημα της μοναξιάς. Η ποίηση έχει τη δύναμη να είναι το αντίδοτο στη βαρβαρότητα και στην κατάπτωση στα ερέβη της ζωής, στην καταβύθιση στα αδιέξοδα των αντιφάσεων και των σχέσεων με τον συνάνθρωπο. Η ποίηση σού ανοίγει τον δρόμο και σου επιτρέπει να ξεφύγεις από τον φόβο μιας πραγματικότητας που σε πολιορκεί, με τα υπαρξιακά προβλήματα ή τα προβλήματα επιβίωσης που σου αφαιρούν την ενέργεια (και το ταλέντο) να δώσεις στη ζωή σου νόημα και να την κάνεις όχι απλώς υποφερτή αλλά και ενδιαφέρουσα.
Ο επίμονος και συστηματικός αναγνώστης της ποίησης τροφοδοτεί τον εσωτερικό του κόσμο με παραστάσεις, εικόνες, συμβολισμούς και μεταφορές που αναβιώνουν την εμπειρία της ύπαρξης και σταδιακά τον μεταφέρουν στον κόσμο του ποιήματος και του ποιητή. Γιατί η καλή ποίηση δεν είναι μόνο ένα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό συμβάν αλλά ένα κοινωνικό γεγονός που αφυπνίζει και απελευθερώνει τη φαντασία, δίνοντας μορφή, σάρκα και οστά στην αναζήτηση της συλλογικής ευθύνης. Η ποίηση δεν «φαίνεται» αλλά είναι. Για να υπάρχει, να τυπώνεται, να εκδίδεται, να διαβάζεται, να ακούγεται, να μελοποιείται. Η καλή ποίηση αναζητά την ουσία όσων μάς περιβάλλουν. Το καλό ποίημα έρχεται από κάπου και σε βρίσκει και είναι αποτέλεσμα μακράς πορείας πλούσιας σε εμπειρίες. Μεγαλώνει μέσα σου. Σε ψηλώνει. Σε ταράζει. Σε αναταράζει. Σου κάνει νόημα να κοιτάς ψηλά, πατώντας στέρεα στη γη.
Με το μέρος του αδυνάτου
Η καλή ποίηση είναι απέναντι στην εξουσία. Πάντα με το μέρος του αδυνάτου. Πάντα με το μέρος του αδικημένου. Ετσι κερδίζει τον σεβασμό του αναγνώστη. Οχι όταν μεμψιμοιρεί, όταν γίνεται καθρέφτης του εαυτού της, όταν ομφαλοσκοπεί. Οχι όταν εξαρτάται από την εγωπάθεια, τον ναρκισσισμό, την αλαζονεία, την αυτοπροβολή και την έλλειψη ειλικρίνειας. Ο καλός ποιητής έχει τον τρόπο να γράφει στίχους όπου κάνει γενναιόδωρες προτάσεις: εκεί όλα μοιάζουν ολοκαίνουργια με φανερά νοήματα που συναρπάζουν τον αναγνώστη. Βλέπει τα ρήγματα στην επιφάνεια της κοινωνίας, τα καταγράφει, τα παρατηρεί, τα μεταπλάθει σε στίχους.
Οι ποιητές δεν χρειάζεται να είναι στρατευμένοι σε μια ιδέα, σε ένα κόμμα, αλλά να μην αποκόπτονται από την κοινωνία και να παίρνουν δημόσια θέση στα σοβαρά και επίκαιρα θέματα όπως ο πόλεμος, οι γυναικοκτονίες, η έξαρση της βίας, η εγκληματικότητα, η καταστροφή του περιβάλλοντος, οι παθογένειες του κράτους. Για να είναι άξιοι του ονόματός τους οι ποιητές ας γράφουν στίχους δυνατούς, ας φωνάζουν με ορμή, ας ενοχλούν την κοινή λογική αν χρειαστεί, αρκεί να λένε την αλήθεια. Διότι, όπως έχει γράψει και ο Τζορτζ Οργουελ, «το να λες την αλήθεια σε καιρούς διεθνούς απάτης είναι μια πράξη επαναστατική». Παραλλάσσοντας τον γνωστό καβαφικό στίχο, τελικά ίσως η ποίηση «να είναι μια κάποια λύσις». Φεύγοντας απ’ το ποίημα παίρνεις κάτι αληθινό μαζί σου. Εγραψε στο Σμιλεύοντας το Χρόνο (εκδόσεις Νεφέλη) ο Αντρέι Ταρκόσφκι: «Οταν λέω ποίηση δεν εννοώ κάποιο λογοτεχνικό είδος. Ποίηση είναι ένας ξεχωριστός τρόπος να συνειδητοποιείς τον κόσμο, να συνδέεσαι με την πραγματικότητα. Η ποίηση λοιπόν γίνεται φιλοσοφία που καθοδηγεί τον άνθρωπο όλη του τη ζωή». Κατά δε τον Μαγιακόφσκι η Ποίηση δεν είναι καθρέφτης για να βλέπουμε μέσα του την εικόνα του κόσμου αλλά ένα σφυρί για να του δίνουμε μορφή και σχήμα.
Στους τόσους τόνους του Κακού που μας πλακώνουν και της έλλειψης ήθους που μας περιβάλλει, ο ποιητής αναζητά το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης με κεντρικό άξονα την αντίληψή του για την πραγματικότητα. Εμπρός, λοιπόν, οι νέοι και γενναίοι ποιητές του κόσμου, ας μας κάνουν την έκπληξη κι ας γράψουν το παγκόσμιο αλυσιδωτό ποίημα που θα μας δώσει την ελπίδα ότι μπορούμε να εξοικειωθούμε με το Καλό.